Λαογραφική ύλη Ψαθάδων ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΠΑΠΑΔΑΚΗ

Τοπική παράδοση, ήθη, έθημα.

 

     Λέγεται, ότι κάποιος «Καραμητσιάκος ή Καραμυτιάκος», κατώτερος στρατιωτικός (μάλλον υπολοχαγός), που υπηρετούσε σε ένα τολ που υπήρχε στους Ψαθάδες (πίσω από την οικία του Παπάζογλου Πασχάλη) μάζεψε τα περισσότερα κειμήλια του λαογραφικού μας θησαυρού. Δεν γνωρίζουμε όμως τίποτε περισσότερα γι’ τον στρατιωτικό αυτό, ούτε που βρίσκονται τα κειμήλια που συνέλεξε αλλά ούτε και τι έγιναν τελικά αυτά.

     Αργότερα (περί το 1964-66), τα κειμήλια που διασώθηκαν συγκεντρώθηκαν στο λαογραφικό μουσείο Διδυμοτείχου το οποίο εγκαινιάστηκε το 1967. Έμπνευστής της προσπάθειας (προ 5ετίας) ήταν ο Επιθεωρητής Ν. Μανεσιώτη, ο οποίος προσέφερε τα μέγιστα στην λαογραφία του τόπου μας, όπως και οι τότε διδάσκαλοι των σχολείων μας. Στους Ψαθάδες ήταν ο Β. Μανάβης. (Βλ. Θρακικά, τομ. 43ος 1969. σελ. 34-106).

     Τέλος ότι έμεινε από τον πλούσιο λαογραφικό θησαυρό των Ψαθάδων συγκεντρώθηκε στο Λαογραφικό Μουσείο του ιεροδιδασκάλου Γ. Κομνίδη που λειτούργισε στους Ψαθάδες μεταξύ μετά το 1975 ως 2002, όπου συνταξιοδοτήθηκε ο παπα-Γιώργης παίρνοντας μαζί του και την ζωολογική και λαογραφική συλλογή, για να την στέγαση στο ιδικά διαμορφωμένο χώρο της οικίας του στη Νέα Χιλή Αλεξανδρουπόλεως όπου και βρίσκεται ως σήμερα.

     Για του «λόγου το αληθές» παραθέτω τα παρακάτω στοιχεία, ώστε να μην μπορεί να με κατηγορήσει κανείς ότι λέω ανακρίβειες.

 

     «Προχωρούμε στη δεύτερη αίθουσα για να καμαρώσουμε τις συλλογές απ’ το Σουφλί, τα Λάβαρα, τους Ψαθάδες και άλλους μικρούς και μεγάλους αξιόλογους λαογραφικούς πυρήνες της περιοχής.

     Κι εδώ ο φακός μιλάει καλύτερα απ’ το γλωσσίδι της πέννας. Στην αίθουσα αυτή εντυπωσιάζουν ο ψαθιώτικος αργαλειός, που κάνει τις ψάθες, τ’ αντικαταστατά επιστρώματα στις όλο ζεστασιά χομοκέλες των φτωχικών χωριών μας. Σήμερα τα παρκεταρισμένα δάπεδα των μοντέρνων διαμερισμάτων θυμίζουν κάτι από το γλίστρημα, που έκαμε κάθε φορά η καινούργια ψάθα και εμείς παιδιά τότε πάνω της κάναμε το γλύστρημα παιχνίδι κι έτσι χαιρόμαστε το καινούργιο απόχτημα του σπιτιού.

     Εδώ εντυπωσιάζουν επίσης οι πολύχρωμες τοπικές στολές πάνω στον τοίχο, οι κούκλες στις βιτρίνες κλπ., τα είδη οικοσκευής και τα λοιπά λαογραφικά στοιχεία.

     Εκείνο που έχει σημασία στην όλη αυτή προσπάθεια είναι η γενικώτερη ανταπόκριση που βρήκαμε απ’ όλα τα κοινωνικά στρώματα. Φαίνεται η φιλότιμη προσπάθειά μας έπεισε τον κόσμο για την ανάγκη της συγκεντρώσεως όλων των λαογραφικών υλικών στο Λαογραφικό Μουσείο για διαφύλαξη. Έτσι εξηγείται η αθρόα προσφορά αντικειμένων λαογραφικής αξίας στο Λαογραφικό μας Μουσείο.» (Τα εγκαίν. του Λαογρ. Μουσείου Διδ/χου 1967, Θρακικά 43ος 1969, σελ. 102-104).

    «Λίγα χιλιόμετρα βορειότερα βρίσκονται οι Νέοι Ψαθάδες, μικρό χωριό και άσημο που οι κάτοικοι του ήρθαν απ' την άλλη όχθη του Έβρου, τους παλιούς Ψαθάδες που τους αγναντεύουν ακόμα με νοσταλγία. Άσημο θα ήταν το χωριό και το προσπερνά αδιάφορα ο αδαής ταξιδιώτης. Όμως εδώ σε τούτο το ακριτικό μέρος υπηρετεί ένας ιεροδιδάσκαλος που δεν αρκείται μονάχα να φωτίζει τις ψυχές των μαθητών του και να μεταδίνει το λόγο του θεού στους χωριανούς. Ο παπα Γεώργιος Κομνίδης έβλεπε γύρω του έναν πλούσιο ζωικό κόσμο που άρχισε σιγά-σιγά να εξαφανίζεται. Έβλεπε γύρω του τα παλιά εργαλεία και τα σύνεργα του σπιτιού και τις πατρογονικές φορεσιές ν’ αποσύρονται πια από την καθημερινή χρήση, γηραιοί απόμαχοι μιας ζωής που είχε κάποτε νόημα και λειτουργικότητα, ν’ αποσύρονται στο σκουπιδαριό των άχρηστων πραγμάτων και στην καταστροφή. Κι' άπλωσε το χέρι του ο παπάς, ο δάσκαλος, όπως τ’ απλώνει για να ευλογήσει και να χαϊδέψει τα παιδιά. Τ’ άπλωσε για να δώσει στέγη και καταφύγιο σ' αυτά τα παλιά αγαπημένα αντικείμενα που άσπλαχνο το χέρι του σύγχρονου ανθρώπου τα παραπέταξε στο κρύο και στη λησμονιά.

     Και γέμισε το υπόγειο του Μονοθέσιου Σχολείου των Ψαθάδων από παλιές στολές, από αγροτικά εργαλεία, από σπιτικά σκεύη φτιαγμένα κάποτε με κόπο, αλλά και με κέφι και μεράκι. Μουχάνια και φυσερά από παλιά σιδεράδικα, λανάρια για το μαλλί, τσικρίκια και ανέμες για το μάζεμα της κλωστής, αργαλειοί για τα ρούχα και για τις ψάθες, πέτρινες στρογγυλές πλάκες, τα "σάτσια" για το ψήσιμο της λαγκίτας, (της κρέπας των σύγχρονων), και γάστρες για τις πίτες, πατητήρια σταφυλιών, ξύλινα υδροδοχεία γεωργών τα "γιατίκια" και ντουρβάνες για το βούτυρο και δοκάνες για το αλώνισμα, παγίδες για τ' αγρίμια κι' ένα σωρό άλλα αντικείμενα "ων ουκ εστίν αριθμός".»

 

     Ίσως θα πρέπει νε είμαι ευγνώμων στους πρωτεργάτες του Λαογραφικό Μουσείο Διδυμοτείχου και την Λαογραφική συλλογή του ιεροδιδασκάλου Γ. Κομνίδη (τον διδάσκαλό μου) για την διαφύλαξη του πλούσιου λαογραφικού θησαυρού των Ψαθάδων, το οποίο θα μπορούσε να βρίσκεται στα κομμάτια (τον σκουπιδότοπο της Καλού Μπαράκας) ή στον νέο σκουπιδότοπο του Δήμου Διδυμοτείχου. Εγώ όμως  ο Αλέξανδρρος (Αλέκος) Δ. Παπαδάκης θα προτειμούσα να εκτείθεται ο λαογραφικός μας θησαυρός στον μετεμφυτευμένο τόπο μας, τους Ν. Ψαθάδες, γιατί εκεί είναι ή θέση του και όχι στις ιδικά διασκευασμένες βιτρίνες των παραπάνω μουσείων. Άλλωστε είναι ύβρις σ’ αυτούς, τους καταταλαιποριμένους άλλα ηρωϊκούς παππούδες, μας που κουβάλησαν από τον τόπο τους, τους Ψαθάδες, τα κειμήλια αυτά –γιατί ήταν γι’ αυτούς ασυμβίβαστο να αρνήθούν την θρησκευτική και εθνική παράδοσή τους που την διαφύλλαξαν τόσους αιώνες στα δύσκολα χρόνια της σκλαβιάς- και τώρα αυτή να βρίσκεται σε σκουπιδότοπους ή στις βιτρίνες των λαογραφικών μουσείων Διδυμοτείχου,  Γ. Κομνίδη στην Νέα Χιλή Αλεξανδρουπόλεως και ο Θεός ξέρει που αλλού.

     Παρ’ όλα αυτά όμως –ίσως γιατί ο Θεός το θέλει, και αν το θέλει Αυτός, δεν γίνεται αλλιώς– υπάρχει ακόμη πλούσια λαογραφική παράδοση και κειμήλεια στους Ψαθάδες που μπορούν να διασωθούν. Αυτή την παράδοση θα προσπθήσω να καταγράψω ώστε να υπάρχει κατεγραμμένη πριν την σβήσει ο νεοταξικός οδοστρωτήρας της παγκοσμιωποίησης, ή η κενόδοξία που τρέφουμε μέσα μας, φοβούμενοι μάλιστα μήπως την χάσουμε και πάθουμε τίποτε. Δεν σας υπόσχομαι ότι τελικά θα τό καταφέρω αυτό, υπόσχομαι όμως ότι θα προσπαθήσω.

 

 

1) ΕΘΗΜΑ ΤΗΣ Μ. ΕΒΔΟΜΑΔΑΣ

 

ΤΟ ΜΟΙΡΟΛΟΪ ΤΗΣ Μ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ: Με το γνωστό με παραλλαγιές σ’ όλη σχεδόν την Ελλάδα μοιρολόγι του Χριστού θρινούν μετά τα 12 Ευαγγέ-λια (βράδυ Μ. Πέμπτης) οι γυναίκες στους Ψαθάδες ξαγρυπνώντας στην εκ-κλησία τον Χριστό, με την τοπική όμως παραλλαγή. Σήμερα (Μ. Παρασκευή 2003) κάνει μία προσπάθεια ο Πολιτιστικός Σύλλογος Ψαθάδων να κρατηθεί αυτή η ευσευέστατη παράδοση που έχει ατονίσει τα τελαυταία χρόνια.

 

ΤΟ ΕΘΗΜΟ ΤΟΥ «ΧΤΥΠΗΜΑΤΟΣ» ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ: Το βράδυ της Μ. Παρασκευής πρίν την περιφορά του Επιταφείου, γίνεται στους Ν. Ψαθάδες το «χτύπημα» του Σταυρού και των Εικόνων. Είναι ένα παράδοξο έθημο, στο οποίο οι Ψαθιώτες  κάνουν διαγωνισμό προσφαίροντας διάφορα χρηματικά ποσά, τα οποία συλέγονται όλα, πρώτα για των Σταυρό και μετά για τις Εικόνες. Ο πλειοδώτης αποχτά το δικαίωμα να κρατήσει κα-τά περίπτωση, το Σταυρό ή της Εικόνες κατά την περιφορά του Επιταφείου.

 

 

2) ΕΘΗΜΑ ΤΗΣ ΔΙΑΚΑΙΝΗΣΗΜΟΥ ΕΒΔΟΜ.

 

Η ΔΗΜΟΠΡΑΣΙΑ ΤΟΥ Ι.Ν.: Την Δευτέρα του Πάσχα μετά την λειτουργία γινόταν στην αυλή της εκκλησίας του Αγ. Παντελεήμονος έκθεση και δημοπρασία διαφόρων αντικειμένων, προσφορές των πιστών προς τον Ιερό Ναό και τα χρήματα που συγγεντρωνόταν, έμπαιναν στο ταμείο της εκκλησίας για τις ανάγγες της ενωρίας.

 

ΤΟ ΧΕΛΙΔΟΝΑΚΙ: Το απόγευμα της Τρίτης του Πάσχα γινόταν και το έθημο χελιδονάκι ως εξής: Μία αγκαλιασμένη ομάδα ανδρών κύκλωνε έναν άλλο άνδρα που έλεγε το τραγούδι «Χελιδονάκι μ’ όμορφο ...» και μόλις το έλεγε αυτό, μία δεύτερη ομάδα ανδρών ανέβαινε στους ώμους της πρώτης ομάδας και έτσι σχοιματιζόταν ένας «δυόροφος» κύκλος ανδρών, ο οποίος κοινούνταν κυκλικά. Μόλις τελείωνε το τραγούδι οι από την κάτω σειρά του κύκλου τραβιώταν προς τα έξω και οι από πάνω πηδούσαν προς το εσωτερικό του κύκλου. Ετσι τελείωνε το έθημο, που μάλλον πρέπει να έπαψε να αναβιώνει εκεί γύρω στο 1946.

 

Η ΓΚΑΜΗΛΑ: Πρόκειται για έθημο της Ανατολικής Ρωμυλίας που γινόταν παραμονή Πρωτοχρονιάς ή Χρίστουγέννων, γνωστό και ως Τζιαμάλα.

     Το έθημο αυτό αναβιώνει ως τις μέρες μας σε άλλα χωριά του Β. Έβρου, όμως γίνεται παραμονή της Πρωτοχρονιάς ή Χρίστουγέννων και όχι το πρωί της Τρίτη του Πάσχα που γινόταν στους Ψαθάδες ως το 1951 περίπου, που έπαψε ν’ αναβιώνει, λίγο πρίν την φυγή του πρώτου κύμματος μεταναστών, σύμφωνα με τον Γεώργιο Τσικάκη, ενός απ’ τους τελευταίους συμμετέχοντες στο έθημο (κρατούσε την κεφαλή της καμήλας).

     Το έθημο γινόταν κατά τον εξής τρόπο:

     Οι νέοι φτιάχνουν ένα καμαροϊδές σκελετό με ξύλα και τον ντύνουν με κουρέλια και δέρματα ώστε να πάρει τη μορφή της καμήλας, η οποία έχει μάλιστα και ουρά. Ύστερα δύο παλληκάρια μπαίνουν από κάτω που ομοιάζει με σκάλα και αποτελούν τα πόδια της καμήλας. Ο πρώτος από τα δύο παλληκάρια κρατά και το κοντάρι, που στην κορυφή του έχει τοποθετηθεί το κεφάλι της καμήλας, το οποίο είναι φτιαγμένο από κεφαλή σφαγμένου βοδιού, τηλιγμένη με πανιά ώστε να πάρει τη μορφή κεφαλής καμήλας.

     Αφού λοιπόν η Γκαμήλα ήταν έτοιμη 4 άλλοι άντρες βαμένοι με κάρβουνο έκαναν τους αράπηδες, και ο μέν ένας τον καμηλέρη που κρατούσε το σχοινί της καμήλας, οι δε 3 άλλοι αράπηδες μαζεύαν τα μπαξίσια (φιλοδορήματα) που τους έδωνε ο κόσμος.

     Την καμήλα την οδηγεί ο καμηλιέρης σε όλα τα σπίτια του χωριού, με συνοδεία φλογέρας και νταουλιού. Η μουσική είναι στο ρυθμό της μπαϊντούσκας. Οι νοικοκυραίοι δίνουν στην καμήλα λουκάνικα και χρήματα, τα παλιά χρόνια σπάνια αφού υπήρχε φτώχια, πιο συχνά έδινουν αυγά, τσουρέκια, σύκα και άλλα φτωχικά αγαθά που θα μπορούσε ο καθ’ νοικοκύρης να διαθέσει αναλλόγως της καταστάσεώς του.Τότε η καμήλα γονατίζει και τους φιλάει το χέρι. Το μπαξίσι όμως το παίρνε η καμήλα με κόπο, αφού πρέπει να να κάνει κινήσεις ώστε να ομοιάζει με πραγματική, όπως παράδείγμα, να κουνά την ουρά της. Στη διάρκεια της περιφοράς έτρεχε η καμήλα και πολλές φορές ξέφευγε από τον καμηλιέρη. Τότε έτρεχαν όλοι για να την πιάσουν και τη χτυπούσαν και δεχόταν και άλλα πειράγματα. Ο συμβολισμός με την κακοπάθεια του ζώου δειχνει τις περιπέτειες του ανθρώπου μέσα στη ζωή και το χρόνο.

     Κάποιες εικασίες ότι η καμήλα συμβολίζει το Δούρειο Ίππο της Τροίας, δεν μπόρεσαν να επαληθευτούν λόγου έλλειψης βιβλιογραφίας.

     Στο τέλος γλεντούν όλοι, με τα αγαθά που έχει συγκεντρώσει ή καμήλα.

(Αντιπρ. Θεόδ. Κυρκούδης «Πολιτ. Οδηγ. Ν. Έβρου», Θρακικά, τομ. 9ος σειρά Β΄, 1994, σελ. 206).

 

3) Ο ΘΡΗΝΟΣ ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ (ΚΑΛΕ-ΠΑΝΑΪΡΗ) ΤΟΥ 1888

 

      Ο Δ. Μάνακας στον 27ο τόμο (1957) των «ΘΡΑΚΙΚΩΝ» σελ. 258-259, γράφει τα ακόλουθα:

     «Κατά το 1888 την ημέρα της Πεντηκοστής ανεστάτωσε και ενέπλησε λύπης το Διδυμότειχον και την περιφέρειαν ολόκληρον το εξής θλιβερόν επεισόδειον:

     Οι προσκυνηταί των πέραν του Έβρου χωρίων έφθανον την πρωΐαν εις Διδυμότειχον διαπεραιούμενοι με σχεδίας δυναμένας να μεταφέρουν 50 περίπου άτομα. Την πρωΐαν εκείνην δια να προλάβουν οι πανηγυρισταί το πλείστον νέαι ηρραβωνιασμέναι την θείαν λειτουργίαν εισήλθον περισσότεροι της αντοχής της σχεδίας παρά τας διαμαρτυρίας των πορθμέων ήτις καταποντισθείσα παρέσυρεν εις τον βυθόν του Έβρου όλους τους νέους και νεάνιδας και εθρηνήθη ο πνιγμός δεκάδων εξ αυτών. Η λαϊκή μούσα συνέθεσε ελεγείαν, ήτις κατ’ έτος έκτοτε εψάλλετο εις ανάμνησιν του θλιβερού γεγονότος.

 


Αλλάζουν μάνεις κι πιδιά

κι πιθιρές κι νύφεις

αλλάζ’ καημέν Λιμπιράκνα

δυο κουρίτσια κουπέλεις

Τώνα βαζ του τιρλικάκ

κι τάλλου του σκαλένιουτ

                     (κεντητό φουστάνι),

πέρνουν κηριά στα χέριατς

λαμπάδεις στην πουδιά τς

κι στου Χριστό παένουν

 

Κι’ άγιον Χριστός δε σκώνουνταν

κόσμους για να πιράσουν

κανένας δεν κατάλαβει

μον γέροντας κατάλαβει

Κόφτει πιδιά τις γκάϊδεις σας

κουρίτσια τα τραγούδια

θα γιν ένα φουν(ι)κό

ένα μεγάλο θάμα

Θα χάσουν κόσμους τη ζουή τς

γιατί γιατί καράβ μπατίκουσι

κι του καράβ μπατκώνει.»


 

     Για το ίδιο γεγονός, σε έντυπο του CD του Αρχείου Ελληνικής Μουσικής «Έλληνες Ακρίτες – Θράκη Ανατολική Ρωμυλία Μαύρη Θάλασσα με το Χρόνη Αηδονίδη», διάβάζουμε:

 

2. Στου Διμότκου παγγύρ’ θα γέν (Ζωναράδικος Δυτ. Θράκης).

     Αναφέρεται σε ένα τραγικό δυστύχημα που έγινε στις αρχές του αιώνα μας, όταν ένα από τα καΐκια που μετέφερε Περατιώτες πανηγυριστές στο Διδυμότειχο, αναποδογύρισε και βούλιαξε στον Ερυθροπόταμο, με αποτέλεσμα να πνιγούν πολλοί από τους επιβαίνοντες. Όπως κάθε σημαντικό γεγονός, έτσι κι αυτό ενέπνευσε τη Λαϊκή Μούσα και καταγράφικε με τη μορφή τραγουδιού. Το περίεργο με τη Θράκη είναι ότι πολλά τραγικά περιστατικά έγιναν τραγούδια με γρήγορες χορευτικές μελωδίες. Ήχος Α΄ (ουσάκ –σαμπάχ).

 

Στου Δι’μότ’κου, στου Δι’μότ’κου, παγγύρ’ θα γέν,

μιγάλου παναΰρι, μιγάλου παναΰρι.

Κόσμους πααίν’, κόσμους πααίν’ στο παναΰρ’,

θα πάν’ κι Περατνιώτες, θα πάν’ κι Περατνιώτες.

Στου πάϊμα, στου πάϊμα καλά πααίν’,

Στου γυρισμό φαρμάκι, στου γυρισμό φαρμάκι.

Κι καϊκτσής, κι καϊκτσής τους λάλησι,

κι καϊκτσής τους λέει, κι καϊκτσής τους λέει:

«Μην ανιβαί’ μην ανιβαίντι βρε πιδιά,

μην ανιβαίντι ούλνοι, μην ανιβαίντι ούλνοι.»

Κι του καΐκ’, κι του καΐκ’ ντιβίρτνισι,

κι του καΐκ’ μπατίρτσι, κι του καΐκ’ μπατίρτσι.

 

 

5) ΤΟ ΕΘΗΜΟ ΤΗΣ ΠΙΡΠΙΡΟΥΝΑΣ (ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΟΜΒΡΙΑ)

 

     Η «Πιρπιρούνα» είναι πολιτιστικοθρεσκευτική εκδήλωση. Αυτή γινόταν την άνοιξη, Μάϊου - lούνιου. Όχι, βέβαια, κάθε χρόνο. Είχε την ιδιοτερότητα, γινόταν στα χρόνια της λειψυδρίας και πάντα την άνοιξη. Μαζευόταν όλοι χωριανοί την ημέρα που οριζόταν, Κυριακή και έκαναν λιτανεία προς το Θεό. Εάν μετά τη λιτανεία και σε διάστημα μιας εβδομάδας δεν έβρεχε, γινόταν το έθιμο της «Πιρπιρούνας». Μόνο από γυναίκες, καμιά συμμετοχή από άνδρες. Μαζεύαν αγριολούλουδα, ειδικά αυτά που φυτρώνον μέσα στα τσαλιά, λεγόμενες κοκομίξεις. Έχουν φύλλα στενόμακρα και τον ανθό τους τον βγάζουν στη μέση μια υψηλή φούντα.

     Στην πιπερούνα το ρόλο τον παίζει ένα κοριτσάκι, έως δέκα χρονών το πολύ, και αποκλειστικά να είναι ορφανό από μάνα και πατέρα. Το κοριτσάκι αυτό το ντύνανε όλο το σώμα του με φύλλα κοκομίξας, διότι έχον το ιδίωμα να αποβάλλει το νερό. Τα φύλλα της κοκομίξας εφαρμοζόταν με τέτοιον τρόπο επάνω στο σώμα του μικρού κοριτσιού, πάντα σαν σωστή φορεσιά.

     Περνούσαν ένα - ένα φύλλο σε γερή κλωστή, σε αρμάθες, όπως περνούν τον καπνό. Κάθε αρμάθα κανονιζόταν ίσια που να φέρει έναν κύκλο το σώμα του κοριτσιού. Αρχινούσαν το ντύσιμο από το λαιμό κυκλικά και έφτανε έως το γόνατο. Και στο κεφάλι του πάλι με το ίδιο υλικό γινόταν μαντίλα. Όταν ολοκληρωνόταν το ντύσιμο, το κοριτσάκι φάνταζε σαν Σαρακατσάνα από τα νύχια έως την κορυφή.

     Αφού τελειώνε το λεγόμενο ντύσιμο, ξεκινούσε ο θίασος, η συμμετοχή ήταν μεγάλη, σχεδόν από όλες τις γυναίκες του χωριού. Αρχίζανε λοιπόν να τραγουδούν τους εξής στίχους:

 

 «Περπερούνα περπατεί

  Το Θεό παρακαλεί.

  Κύριε, βρέξε μια βροχή

  μια  βροχίτσα σιγανή

  να γίνουν τα καλαμποκάκια

  και τα σιταράκια

  και της μπάμπως τα κουκάκια.

 

(Άλλη  παραλλαγή)

 

  «Πιρπιρούνα περπατεί

  Το Θεό παρακαλεί,

  βρέξει πάππου μια βροχίτσα,

  για να γίνουν τα σταράκια

  και της γής τα χορταράκια».

     Αυτός ήταν ο μοναδικός στίχος και επαναλαμβανόταν συνέχεια. Αυτό συνεχιζόταν και στην πορεία, πηγαίνοντας σπίτι από σπίτι. Η κίνηση της Πιπερούνας περιοριζόταν στη μοναδική κίνηση με το στίχο. Περνούσε γύρω - γύρω, χωρίς βήματα και στη θέση θυμιατών.

     Δε φτάνουν όλα αυτά στο κοριτσάκι και κατά τη διάρκεια του παιξίματος η κάθε νοικοκυρά ρίχνει νερό επάνω στο σώμα του, λέγοντας: "Βρέξι, θεέ μου, βρέξι". Η νοοτροπία ήταν όσο πολύ νερό ρίξει στο σώμα του κοριτσιού, τόσο πολύ θα βρέξει και ο Θεός, έχοντας την αυταπάτη ότι το κοριτσάκι δε βρέχετι, το προστατεύουν οι κοκομίξεις (για αδιάβροχα δε μιλάμι για την εποχή είναι άγνωστα). Πάντως, το νερό περνούσι όλο στο σώμα του κοριτσιού.

Ψυχή και σώμα βρεγμένα.

Σε αυτήν την περίπτωση για πληρωμή δε δίνον σιτάρι. Δίνον αλεύρι, λάδι, τυρί και αυγά. Αφού τελειώσον όλο το χωριό, πηγαίνον σε σπίτι, βάζον στεγνά ρούχα στην Πιπερούνα και με τα υλικά που έχον μαζέψει φτιάχναν πίτες, τις ψήνον σε ένα φούρνο. Μαζεύοντε όλες οι γυναίκες, τραγουδούν τραγούδια της Άνοιξης, οπότε τερματίζιτε και αυτή η δέηση προς το θεό για βροχή.

     Το σκεπασμένο με φύλλα παιδί συμβόλιζε τη διψασμένη βλάστηση που ζητούσε το νερό για να ζήσει και να καρπίσει. Διάλεγαν, όπως είπαμε, ορφανό παιδί για να το λυπηθεί ο Θεός και να βρέξει. Αυτό γινόταν επειδή από την ξηρασία πλήττονταν περισσότερο οι φτωχοί, οι χήρες και τα ορφανά. Η όλη διαδικασία είναι ομοιοπαθητική μέθοδος, για την πρόκληση της βροχής που θα βοηθούσε τα σπαρτά και τη σοδειά. Η τελετουργία της πιρπιρούνας τελειώνει στον αυλόγυρο της εκκλησίας, εκεί που ξεκίνησε.

     Σήμερα το έθημο αυτό έχει σβήσει τελείως από τους Ψαθάδες. Συνεχίζει όμως να τελείται στους Πετράδες. (Αντιπρ. Θεόδ. Κυρκούδης «Πολιτ. Οδηγ. Ν. Έβρου», Θρακικά, τομ. 9ος σειρά Β΄, 1994, σελ. 208).

 

 

4) ΤΟ ΠΑΝΓΚΥΡ (Η ΠΑΝΥΓΥΡΙΣ 27 ΙΟΥΛΙΟΥ) 

 

     Παλαιότερα, κάθε χρόνο στις 27 Ιουλίου, εορτή του Αγίου Παντελεήμω-νος, πολιούχου των Ψαθάδων, αποφάσιζε κάποιος μαγαζάτορας να κάνει το πανυγύρι στο μαγαζί του με λαϊκή ορχήστρα που μίσθωνε ο ίδιος.

     Μετά λοιπόν την περαίωση των Πανυγυρικών Ακολουθιών, άρχιζε η προετοιμασία του λαϊκού πανυγυριού, που δεν ήταν κουρμπάνι, ήταν όμως ξακουστό σ’ όλη την περιοχή.

     Από νωρίς οι μικροπωλιτές έστηναν την πραμάτεια τους με παιχνίδια και μπιχλιμπίδια, ο Καντινέρης έψηνε λουκάνικα και μπιφτέκια, ο Παγωτατζής ετοιμαζόνταν, άλλος πωλητής ανακάτευε το μαλί της γριάς, άλλος έψηνε καλαμπόκια και γενικά όλοι οι μικροπωλιτές που ήταν διαφορετικοί όπως και η πραμάτεια τους, ανάλογα με την εποχή, είχαν ετοιμαστεί πριν τη δύση του ήλιου. Πλήθος ανθρώπων έφτανε από την γύρω περιοχή.

     Προπολεμικά, ερχόταν μία–δύο μέρες που κρατούσε το πανηγύρι εκτός των άλλων και χασάπιδες. Έσφαζαν ζώα για να πουληθεί το κρέας στους Ψαθιώτες που δεν θα τους έφτανε γιατί θα δεχόταν περισσότερους μουσαφιρέους (φιλοξενούμενους) απ’ ότι θα περίμεναν. Τόσο πολύ κόσμος ερχόταν για το ξακουστό πανηγύρι μας και προπολεμικά και μεταπολεμικα .

     Μόλις άρχιζε να νυχτώνει ξεκινούσε το γλέντι το οποίο κατέληγε σε ξεφάντωμα μέχρι τα ξημερώματα.

     Από το τέλος της δεκαετίας `80 περίπου, όταν ξενιτεύτηκε για την Γερμανία ο τελευταίος μαγαζάτορας Γεώργιος Μπουτζίκας, ο οποίος έκανε συνεχώς επί σειρά ετών το πανυγύρι, έπαψε να γίνεται το λαϊκό αυτό πανυγύρι και τελούνται πλέον, μόνο οι Πανυγυρικές Ακολουθείες.

 

     Αξίζει να σημειωθεί πως την 25η Ιουλίου, πήγαιναν κυρίως με τα πόδια αφού δεν υπήρχαν τα σημερινά μεταφορικά μέσα  οι Ψαθιώτες ν’ ανάψουν κανένα κεράκι στον Εσπερινό της Πανυγύρεως της Αγίας Παρασκεύης στο ομώνυμο παρεκλλήσι, λίγο πριν το Διδυμότειχο.

 

 


5) ΒΑΡΒΑΡΑ

 

     Στους Ψαθάδες όπως σ’ όλη την περιοχή του  Διδυμοτείχου την ημέρα της Αγίας Βαρβάρας σε όλα τα σπίτια μοιράζουν και τρώνε βαρβάρα.

     Από λίγες μέρες πιο μπροστά κοπανίζουν το σιτάρι (μουλιασμένο) απαλά για να αφαιρεθει η φλούδα και να βράση ευκολα. Βράζουν στην κατσαρόλα νερό και σιτάρι και μόλις πάρει την βράση αλλάζουν το πρώτο νερό με καθαρό. Αφού βράσει καλά το σιτάρι, προσθέτουν διάφορα φρούτα και ξηρούς καρπούς (σύκα, σταφύδες, δαμάσκινα, καρύδια κ.ά.) και τα αφήνουν να βράσουν. Τέλος προσθέτουν καβουρτισμένο σουσάμι και ζάχαρι, σβήνουν τη φωτιά, η βαρβάρα συνεχίζει να βράζει και όταν κριώση την τρώνε και τη μοιράζουν σε όλα τα γνωστά σπίτια (συνταγή Ειρήνης Παπαδάκη).

     Το έθιμο της Βαρβάρας επεκράτησε διότι η Αγία Βαρβάρα είναι προστάτης των χηρών και ορφανών και των παιδιών.

     Τα βοηθάει να μη  βγάλουν σπειριά. Κυρίως όμως γίνεται γι’ αυτόν τον λόγο.

     Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας μια μέρα πήραν οι Τούρκοι την απόφαση να δηλητηριάσουν τους Χριστιανούς Έλληνες του Διδυμοτείχου. Έδωσαν εντολή στους φουρνάρηδες να βγάλουν το ψωμί και να βάλουν μέσα δηλητήριο, να φαρμακωθούν οι Έλληνες. Οι Έλληνες κοιμούνταν ανυποψίαστοι. Τότε σε μια ενάρετη γυναίκα παρουσιάσθηκε η Αγία Βαρβάρα (την άλλη μέρα ήταν η γιορτή της) και της λέγει: Θα ειδοποιήσεις αμέσως όλους τους Χριστιανούς να μην πάνε να πάρουν ψωμί από τους φούρνους γιατί τους περιμένει μεγάλο κακό. Θα πεθάνουν όλοι γιατί τα ψωμιά έχουν δηλητήριο. Αλλά να βράσετε όλοι σιτάρι και επί τρείς μέρες να βράζεται και να τρώτε σιτάρι.

     Οι Τούρκοι ξαφνιάστηκαν που δεν πήγαιναν οι Έλληνες να πάρουν ψωμί. Όταν το έμαθαν δεν ξαναπείραξαν τους Χριστιανούς. Οι Χριστιανοί από τότε βράζουν και μοιράζουν Βαρβάρα. (Αντιπρόβαλε: Α. Τσακίρη διδασκ. «Λαογραφικά Διδυμοτείχου», Θρακικά, τομ.43ος 1969, σελ. 151).

 

     Το ευτύχημα είναι, ότι το έθημο αυτό εξακουλουθεί και σήμερα να υπάρχει. Μάλιστα όταν έμαθα ότι δεν κάνουν βαρβάρες στην Ν. Ιωνία Θεσσαλονίκης όπου κατοικώ τα τελευταία χρόνια, ξαφνιάστηκα πάρα πολύ, γιατί δεν ήξερα ότι είναι έθημο μόνο της περιφερείας μας και τέτοια ήταν η πεπηθησή μου, που πίστευα ότι είναι Πανελλήνιος λατρευτικός θεσμός, όπως τα κόλλυβα των Ψυχοσαββάτων.


6) ΕΘΗΜΑ ΔΩΔΕΚΑΗΜΕΡΟΥ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ (24 Δ.-7 ΙΑ.)

 

     Η  σ φ α γ η  τ ω ν  χ ο ί ρ ω ν . Από τις 20 Δεκεμβρίου, ημέρα του Αγίου Ιγνατίου άρχιζαν τα προεόρτια των Χριστουγέννων. Η ημέρα αυτή είναι αργία, ο Άγιος Ιγνάτιος θεωρείται ο προστάτης των ποιμνίων, βοών και άλλων ζώων από τους λύκους. Από αυτή την ήμέρα ξεκινούσε η σφαγή των χοιρών (γουρουνιών), γιατί απαιτούσε χρόνο η προπαρασκευή του λίπους, του αλίπαστου κρέατος, των λουκάνικων κλπ. ώστε την 25η Δεκεμβρίου η νικοκυρά του σπιτιού να περιορισθή μόνο στα καθήκοντα του εορταστικού τραπεζιού των Χριστουγέννων. Αφού ετοιμασθούν όσα χρειάζονται για την σφαγή του γουρουνιού ο νοικοκύρης ή κάποιος γνωστός σφάζει σταυρωειδώς τον λάρυγγα του ζώου ή άλλιως πάλι, μετά την σφαγή σχηματιζει με το μαχέρι το σημείον του σταυρού στο σφαγμένο λάρυγγα του γουρουνιού. Έπειτα με τα αιματοβαμένα χέρια του ο σφαγέας και συγκεκριμένα με τον δείκτη του χεριού του σχημάτιζε το σημείο του σταυρού ή απλώς μία κοιλίδα στο μέτωπο μικρού παιδιού που παραβρισκόταν εκεί. Τα μικρά παιδιά περίμεναν να πάρουν ένα εντόσθιο του γουρουνιού, την φούσκα, το οποίο το φούσκοναν και γινόταν ένα φυσικό μπαλόνι με το οποίο έπαιζαν.

     Η  μ π ά μ π ω . Ένα έντερο από το στομάχι, πολύ καλά πλυμένο και γεμιζμένο με γέμιση από μικρά τεμάχια μαύρου συκοτιού και μπλιγουριού, φρασμένο, το οποίο ονομάζουμε μπάμπω, θα αποτελέσει μετά την εκκλησία –μαζί με άλλες τροφές και γλυκίσματα– το πρώτο τραπέζι κρεοφαγίας μετά το 40ήμερο της νηστείας. Η μπάμπω είναι τοπική λέξη που εχεί την σημασία της μαίας (μαμής) και επειδή συνήθως οι μαμές ήταν γριές γιατί είχαν πολλά χρόνια έμπειριών από γέννες, όλες της ηλικιωμένες τις ονομάζουμε με το όνομα αυτό. Η μπάμπω λοιπόν παρατίθεται γεύμα για την γέννηση του Θεανθρώπου από την μπάμπω (μαμή), όπως γίνεται μετά την γέννα ενός παιδιού. Τα γλυκίσματα του τραπεζιού είναι στερεότυπα και όμορφα μπακλαβάς και σαραγλή.

     Τ α   ε ν ν ι ά   φ α γ ι ά . Όμως ας γυρίσουμε πίσω, στο τραπέζι (δείπνο) της παραμονής των Χριστουγέννων. Έπρεπε οπωσδήποτε τα φαγητα να είναι εννέα και μάλιστα νηστίσιμα. Είναι βαιβέως δύσκολο να μαγειρευτούν 9 φαγητά και μάλιστα χωρίς λάδι, αφού η παραμονή των Χριστουγέννων είναι αυστηρή νηστεία. Γι’ αυτό και τα 9 φαγητά είναι εικονικά: ξερά φασόλια, ελιές, χαλβάς, κρεμύδι, αλατοπίπερο χωριστά σε δύο πιάτα για να είναι δύο τα φαγητά. Αλλά το τουρσί ήταν εκείνο που έλυνε οριστικώς το πρόβλημα. Χωριστά το λάχανο, χωριστά οι πιπεριές, οι ντομάτες κλπ. Θυμιατίζει ο νοικοκύρης  και ανάβει κερί, το οποίο φωτίζει μέχρι τέλους του δείπνου. Έπειτα τρώνε όλοι έστω και μικρή ποσότητα, από τα 9 φαγιά. Σήμερα, με το πάρασμα του χρόνου, αυτό το έθημο έχει ξεχασθεί, και μόνο οι πολύ γέροι του χωριού ίσως να το θυμούνται και να το τηρούν.

     Τ ο  Χ ρ ι σ τ ό ψ ω μ ο .  Είναι ζημωμένο ψωμί (μπουγάτσια) στολισμένη με σχήματα από ζημάρι όπως έναν σταυρό, ένα ζηγό και δύο θημουνιές,  το οποίο ψηνόταν στο φούρνο με τα ψωμιά. Πριν το φάνε, το δίνουν σ’ ένα παιδί το βάζει στο κεφάλι του και το συκώνει τρεις φορές επάνω. Έπειτα το κόβουν και το τρώνε την παραμονή των Χριστουγέννων, στα εννιά φαγιά. Το ζυγό και τις θημουνιές τις δίνουν στα πράματα (αγελάδες) για να είναι γερά.

     Τ α  κ ά λ α ν τ α  τ ω ν  Χ ρ ι σ τ ο υ γ έ ν ν ω ν .  Αμέσως μόλις ακουσθεί ο πρώτος πετεινός το μεσονύκτιο τις 24ης προς τις 25ης Δεκεμβρίου (στους Ν. Ψαθάδες γινόταν λίγο πριν βγει το φως της ημέρας) όλα τα παιδιά του χωριού τρέχουν στα σπίτια φωνάζοντας «κόλλυντα μπάμπω, κόλλυντα!!!» (κάλαντα γιαγιά, καλαντα!!!) και τα φιλοδωρούν με μικρά τεμάχια κρέατος, λίπους, κερμάτων κλπ. Επίσης κρατούν και ράβδους και με αυτούς χτυπούν σ’ ένα σημείου του εδάφους, ενώ η νοικοκυρά φωνάζοντας «τσικ, τσικ, τσικ» ρίχνει σπόρους σιταριού, καλαμποκιού ή κεχριού, που σημαίνει ότι ταΐζει τα κλωσσόπουλα, για να αποβεί η χρονιά γόνιμος στην παραγωγή πουλερικών.

     Μ π ο υ μ π ο υ σ ι α ρ ί ν α . Εκτός από τα κάλαντα στη Θράκη ακόμη και σήμερα υπάρχει σε πολλά μέρη το έθημο των μεταμφιεσμένων την ημέρα των Χριστουγέννων, το οποίο στο Διδυμότειχο ονομάζουν αράπηδες, σε μερικά χωριά ραγκάτσια ή μπουμπουσαραίοι. Ο λαός πίστευε ότι αυτοί απεικόνιζαν τα καρκαντζέλια (καλικάντζαρους). Αυτά τα φαντάζεται ώς τέρατα με ούρα, με πρόσωπα άσχημα και βρώμικα και ότι κατά το Δωδεκαήμερο, μπαίνουν τις νύχτες στα σπίτια και τ’ ανακατεύουν, λερώνουν τα σκευή, κλεύουν τροφές και παιδιά. Μικρός θυμάμαι –ακόμη και ώς τα τέλη της δεκαετίας 1970/80– οι μητέρες όταν ήθελαν να φοβίσουν τα μικρά έλεγαν: «Ήσυχα, γιατί θα σε πάρουν τα καρκαντζέλια». Μετά το Δωδεκαήμερο πίστευαν ότι έφευγαν τα καρκατζέλια και κατέβαιναν κάτω στην γή, απ’ όπου θα ξαναναίβεναν του χρόνου.

     «Εις τα περίχωρα όμως του Διδ/χου εντελώς διέφερεν ο τρόπος του καρνάβαλου. Μετημφιέζοντο απλώς, άλλοι φορούντες ενδύματα γυναικεία και άλλοι ανδρικά παλαιοτέρων εποχών και περιερχόμενοι τας οικίας έψαλλον εγκωμιάζοντες τας καλλονάς και χάριτας οικοδεσπότου, οικοδεσποίνης και άλλων μελών της οικογένειας, όπως εξακολουθούν και σήμερον. Παραθέτουμε έν άσμα ψαλλόμενον εις χωρία μεταξύ Έβρου και Εργίνης:

 

                   Χριστός γεννάται σήμερα στο μέλι και στον γάλα

                   τον μέλι τον τρων Αρχόντες κι τον γάλα ουφτουχοί

                   κι τα κηριά στουν άγιου κι τα κηριά σταλάγματα

                   στουν άγιου Κουσταντίνου.

     Έως εδώ είναι, ώς φαίνεται, το περιεχόμενον των Χριστουγέννων. Από τον τελευταίον όμως αυτόν στίχον αρχίζει άλλο άσμα σαν συναίχεια του πρώτου κι είναι άσχετο με το πάρα πάνω:

                   κι πέρ ου νέους το γρίβο του να τον εποτίση

                   κι ο γρίβος του γονάτισε κι ο νέος ρίχτηκε πάνω

                   κι πάει πέρα πέρα, πέρα στις μαυρομάτες

                   πώχουν το μάτι σαν εληά το φρύδι σαν γαϊτάνι

                   κι’ απώχουν το ματόφυλλο σαν της εληάς το φύλλο.

     Και κατόπιν εν κατακλείδι εις κάθε σπίτι ψάλλουν το εξής:

                   Σαράντα μέρεις έχουμι Χριστό που καρτυρούμι

                   κι’ από σαράντα κι’ ύστερα θέλουμι να τραγουδούμι.

 

     Εξερχόμενοι των οικιών δεν εδίσταζον καθ’ οδόν να εκτρέπωνται εις σκώμματα –αν δεν εγίνετο καλή υποδοχή– εις βάρος της οικογένειας αυτής ή εις ευτραπελίας επιτρεπομένας εις την νεανικήν φιλοπαίγμονα διάθεσιν π. χ.

    

Απ’ άρχοντα σπίτι βγαίνουμι σ’ άρχοντα σπίτι παένουμε

Μαρί Κούρτου Κουρτουπούλα γκιουζέλ (όμορφη) Καστρινοπούλα (κόρη του

Κάστρου)

σύρε βγάλει τα παληά σου κι φόρισει τ’ αρχοντικά σου

κι έλα κάτσε δω κοντά μου για να φάμι κι να πιούμι

κι γλυκά να κοιμηθούμι.

 

     Ο σκοπός του εθίμου αυτού εις τα περίχωρα Διδ/χου δεν ήτο δεκαρολογικός, αλλά το συλλεγόμενον ποσόν, αρκετά σεβαστόν, διατίθετο δια την ενίσχυσιν του εκκλησιαστικού ταμείου, από το οποίον επληρώνοντο οι διδάσκαλοι, εκράτουν δε μόνον όσα απήτούντο δια μικράν διασκέδασιν.» (Δ. Μανάκα, «Θρακικά», τομ. 31ος 1959, σελ. 258-259).

 

     Το έθημο αυτό τελούνταν στους Ν. Ψαθάδες το πρωί των Χριστουγέν-νων (2η ημ. στους Πετράδες), μετά την θεία λειτουργία, ως το 1960 περίπου, δηλ. λιγο μετά την εποχή του πρώτου μεταναστευτικού κύμματος, ως εξής:

     Δύο παλληκάρια μεταμφιέζονταν ο ένας σε άνδρα και ο άλλος σε γυναίκα. Φορούσαν μια νεροκολοκύθα (γκαρτσούνα) μαυρισμένη στο πρόσωπο, με τρύπες στα μάτια και στο στόμα, παλιές μαντήλες, προβιές, και 2-3 κουδούνια δεμένα στη μέση (στους Πετράδες στο λαιμό). Ύστερα γύριζαν τα σπίτια  τρομοκρατώντας τα γυναικόπαιδα. Κρατούσαν ξύλινα σπαθιά και μεγάλα καλάθια που έβαζαν τα δώρα που μάζευαν. Αυτός που ήταν ντυμένος γυναικεία, φιλούσε το χέρι του νοικοκύρη και συνέχιζαν τον τρελό χορό τους.

Οι μεταμφιέσεις αυτές είναι συνέχεια των Διονυσιακών γιορτών που σκοπό έχουν τη βλάστηση και την καρποφορία. Στο τέλος γλεντούν όλοι, με τα αγαθά που έχουν συγκεντρώσει οι Μπουμπουσιαραίοι. (Αντιπρ. Θεόδ. Κυρκούδης «Πολιτ. Οδηγ. Ν. Έβρου», Θρακικά, τομ. 9ος σειρά Β΄, 1994, σελ. 208).

ø ø ø

     Η  Β α σ ι λ ό π ι τ τ α .  Η γιορτή της Πρωτοχρονιάς – Αγίου Βασιλείου δεν γιορτάζονταν παλιά όπως σήμερα, με δέντρα στολισμένια, ακριβά δώρα, ταξίδια, αγρυπνία στα τραπέζια του ναού του τζόγου (καζίνο) ή σε σπίτια φίλων, για να δούμε πως θα μα μπει ο νέος χρόνος και βασιλόπιτα, η οποία κόβετε τα μεσάνυχτα. Περιωρίζονταν στην παρασκυή της πίττας του Αγίου Βασιλείου με τυρί ή γάλα και αυγά, μέσα στην οποία τοποθετούσαν εκτός του παρά ή κέρμα ή κλωναράκι, κόμποι, κουρελάκι κ.ά. τα λεγόμενα σημάδια τα οποία αντιπροσώπευαν το σπίτι, τα χωράφια, το αμπέλι, τα ζώα και αυτά ακόμη τα πουλερικά του σπιτιού. Η πίττα κοβόταν το απόγευμα της παραμονής της Πρωτοχρονιάς, σε τόσα τεμάχια, όσα και τα μέλη του σπιτιού, αφού πρώτα έβγαζαν το κομμάτι του Χριστού και της Παναγίας, αλλά και του φωχού, έψαχνε ο καθένας να δει αν έπεσε το φλουρί (κέρμα) ή άλλο σημάδι στο δικό το κομμάτι. Αφού κατόπιν διασκέδαζαν έπεφταν για ύπνο γιατί το πρωί έπρεπε να σηκωθούν νωρίς για την εκκλησία.

     Π ρ ω τ ο χ ρ ο ν ι α τ ι κ ά   κ ά λ α ν τ α .  Το απόγευμα της Πρωτοχρονιάς και όχι το πρώι όπως γίνεται σήμερα, γύριζαν τα παιδιά στα σπίτια για να ψάλλουν τα κάλαντα του Αηβασιλειού. Στα παιδιά έδιναν οι νικοκυραίοι ξηρούς καρπούς, γλυκά  κ. ά. σπανιώτερα και κέρματα.

ø ø ø

     Τα  Φ ώ τ α  αλλά και την επομένη του Α η γ ι α ν ν ι ο ύ  ιδιαίτερη γιορτή εκτός της τελετής της καταδύσεως του σταυρού και των άλλων σχετικών Ακολουθιών –τέλεση θείας λειτουργίας, αγιασμού κλπ.– δεν γίνεται.

 

 

7) ΤΟ ΕΘΗΜΟ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΣΑΡΑΝΤΑ (9 ΜΑΡΤΙΟΥ)

 

     Την ημέρα των Αγίων Σαράντα μαρτύρων σ’ ότι πιαστούν να κάνουν, το κάνουν 40 φόρες, δηλ. φυτεύουν 40 δένδρα, 40 λουλούδια κλπ. Αυτή την ημέρα είναι έθημο να κάνουν 40 αλαγγίτες ή (λα)λαγγίτες (κρέπες) και τις μοιράζουν στους γειτόνους, λέγοντας: «Σαράντα φάς, σαράντα πιείς, σαράντα δώσε για ψυχή. Όσα δέντρα έπειρες κανένα να μη ραγίσει».

     Α λ α γ γ ί τ ε ς :  Ζύμωναν πολύ αραιό ζυμάρι (αλεύρι, γάλλα, αυγά, μαγιά) και αφού έκαιγαν σάτσι το άλειφαν με λάδι κι’ έβγαζαν επάνω από αυτό το χυλό και με ένα σιδερένιο φτυάρι το γύριζαν από την άλλη μεριά και ψηνόταν.

     Οι αλαγγίτες τρώγονται και σκέτες συνήθως όμως βάζουν ζάχαρι και τις τυλίγουν. Μπορούμε ακόμη να βάλουμε μέλι, μαρμελάδα, κ.ά. Επίσης μπορούμε να τις φάμε με αριάνι, γιαούρτι, τυρί κλπ.

     Δυστυχώς το έθημο αυτό τίνει προς εξαφάνιση από τους Ψαθάδες. Όχι όμως μόνο το έθημο, αλλά γενικά οι αλαγγίτες σιγά – σιγά εξαφανίζονται.

 



Ι σ τ ο ρ ί ε ς – λ α ϊ κ ο ί  θ ρ ύ λ ο ι

 

«ΚΟΥΦΑΣ Ο ΠΑΛΑΙΣΤΗΣ ΤΩΝ ΨΑΘΑΔΩΝ»

 

 

     Στον 27ο τόμο των «Θρακικών» του 1957 και στις σελίδες 259-260, ο Δ. Μανάκας γράφει για το επεισόδιο του παλαιστικού αγώνος κατά την Πανήγυριν της Πεντικοστής στο Διδυμότειχο (Καλέ-παναΐρι), οπότε και ο Έλληνας παλαιστής Αρχοντή-πεχλιβάνης ξεκοίλιασε με τα δάκτυλα του χεριού του τον φοβερό τούρκο παλαιστή Σούλιο Πεχλιβάν, του οποίο το όνομα είχε γίνει θρύλος.

 

     Σήμερα Τετάρτη 16 Ιουλίου 2003 και περιμένοντας να πάει η ώρα 7 μ.μ. για να σημάνει η καμπάνα του Εσπερινού, άκουσα μία παρόμοια ιστορία από ένα γέροντα, ο οποίος μου ζήτησε να μην αναφέρω το όνομά του, φοβούμενος του τυχώντος λάθους, επίσης μου είπε οτί ανατριχιάζει κάθε φορά διηγείται την ιστορία και θα προσπαθήσω να σας την μεταφέρω -κατά το δυνατόν- όπως την άκουσα:

     «Στους Ψαθάδες ήταν δύο παρά πολύ καλοί πεχλεβάνιδες (παλαιστές): ο Δανιηλάκης Σαράντης, ψηλός και σωματώδης και ο Τσομπανάκης Ιωάννης, με καλό ανάστημα, αλλά αδύνατος, με το παρατσούκλι «Κούφας» γιατί ήταν βαρήκοος.

     Μία φορά λοιπόν ο πεχλεβάν Γιάννης (Κούφας), φόρτωσε το σιτάρι που θέρισε και το πήγε σε περιοχή που είχε μύλο για να το αλέσει.

     Εκείνο τον καιρό συνέπεσε κάποιος τούρκος άρχοντας (Μπέης) να παντρεύει τον γιο του και θέλησε να κάνει μεγάλο γλέντι–ξακουστό. Τότε συνηθιζόταν να γίνονται παλαιστικοί αγώνες, προς μεγάλη ικανοποίηση όλων των παρευρισκομένων. Ο τούρκος λοιπόν άρχοντας αθλοθέτησε μεγάλο δώρο (Μπαξίσι) για τον νικητή, και θέλησε να φέρει τους καλύτερους παλαιστές. Ρώτησε και του είπαν ότι υπάρχει ένας στο Χασιρτζί-αρναούτ-κιοϊ (Ψαθάδες) που είναι πολύ δυνατός παλαιστής. Ζήτησε ο Μπέης να τον φέρουν και έμαθε ότι πήγε ν’ αλέσει το σιτάρι του. Έστειλε αμέσως ανθρώπους τους με σχετικές οδηγίες, ώστε να τον πείσουν για να ’ρθεί για να παλέψει. Αφού βρήκαν τον Γιάννη τον έπεισαν να πάει να παλαίψει αφού πρώτα τον διαβεβαίωσαν ότι όταν θα επέστρεφε από την πάλη θα εύρισκε το σιτάρι του αλεσμένο και θα γυρνούσε αμέσως στο χωριό του τους Ψαθάδες.

     Την ημέρα της γιορτής λοιπόν, φόρεσαν οι παλαιστές τις ιδικές περισκελίδες (παντελόνια) από δέρμα (κιουσπέκι), αλείφτηκαν με λάδι σ’ όλο το κορμί τους και ξεκίνησε η πάλι. Ο τούρκος παλαιστής άρχισε να επιδεικνύεται και να προκαλεί. Ο Γιάννης (ίσως προφασιζόμενος τον αδύναμο) έχανε, οι τούρκοι θεατές αστειευόντουσαν και ο τούρκος παλαιστής φούσκωνε, συνεχίζοντας να επιδεικνύεται και να προκαλεί. Στον κατάλληλο χρόνο που έκρινε ο Γιάννης επιτέθηκε και ξάπλωσε στο έδαφος με την πλάτη και με ανοιχτά τα άκρα τον τούρκο υψηλόφρονα παλαιστή. Με την παραδοχή των καλεσμένων για την ικανότητα του την παλαιστική, ο Γιάννης πήρε το «μεγάλο Μπαξίσι» που είχε ταγμένο ο Μπέης για τον νικητή και γύρισε στο μύλο,  όπου  βρήκε πράγματι το σιτάρι του αλεσμένο και με συνοδεία ανθρώπων του Μπέη για την αποφυγή τυχόν επεισοδίου αντεκδίκησης, γύρισε στο χωριό του τους Ψαθάδες.

     Ο Ιωάννης Τσομπανάκης ή Γιάννης «Κουφάς» μετά την ανταλλαγή του 1923-24 εγκαταστάθηκε στο μετεμφυτευμένο χωριό του, τους Νέους Ψαθάδες, όπου και απεβίωσε «πλήρης ημερών».


Π Α Ι Χ Ν Ι Δ Ι Α ,  Π Α Ρ Ο Ι Μ Ι Ε Σ ,  Α  Ι Ν Ι Γ Μ Α Τ Α  κ. ά.

 

ΚΟΚΟΤΑΣ ΚΑΙ ΚΟΚΟΤΙΝΑ (ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΝΥΧΤΕΡΙΟΥ):

 

Ονοματολογία του παιχνιδιού: Κόκοτας (Κόκορας)              = Άνδρας

                                              Κοκοτίνα (Κότα)                   = Γυναίκα

                                              Πικνιαράκι (Πετιναράκι)     = Αγόρι-Νέος

                                              Πλαδίτσα (Κοτοπουλίτσα)   = Κορίτσι-Νέα

                                              Γκόγκμακος (Γεροκόκορας) = Γέρος

                                              Γκογκμακίνα (Γριά κότα)     = Γριά

                                              «... μοναχός -η»                      = Μόνος –η

 

     Το παιχνίδι αυτό παιζόταν από όλους όσους είχαν μαζευτεί μικρούς και μεγάλους για να κάνουν κάποια καθηστική αγροτική εργασία ή να κάνουν νυχτέριο (βραδυνή συγκέντρωση) και γενικά όταν είχαν συγκεντρωθεί αρκετοί άνθρωποι για οποιοδήποτε λόγο.

     Αφού λοιπόν συμφωνούσαν να παίξουν «τον Κόκοτα και την Κοκοτίνα» έλεγε λ.χ. κάποιος «Κόκοτας και Κοκοτίνα μον’ και μοναχοί» αφού λοιπόν Κόκοτας = άνδρας και Κοκοτίνα = γυναίκα μόν’ και μοναχοί, τότε έχουμε: «Ανδρας και γυναίκα μόνοι και μοναχοί».

     Έπειτα οι υπόλοιποι έψαχναν να βρούν ποιό σπίτι κατοικείται από Άνδρα και γυναίκα που είναι μόνοι και μοναχοί, δηλ. ποιό σπίτι στο χωρίο έχει μόνο ένα ανδρόγυνο. Όποιος το έβρισκε εκείνος έκανε παιχνίδι κ.ο.κ.

     Κατ’ αυτόν τον τρόπο παιζόταν το παιχνίδι αλλάζοντας απλός κάθε φορά τα «ονόματα» ανάλογα με τα μέλη του σπιτιού που θέλαμε να βρεθεί.

 

Άλλα παιχνίδια «νυχτέριου»: 1) Ντουμ ντουμ πίτουρα. 2) Τσιμ τσιμ πούπουλου ποιανού ποιανού χερ’ εινι απ’ άπάν’.

Άλλα παιχνίδια: 1) Τζιαμπαζάκ’ (ομοιάζει με το έθημο χελιδονάκι και παίζε-ται από δύο ομάδες), 2) ντουμουχτσάκ’ (λέγεται και γουρουνάκι), 3) μακριά γαϊδούρα, 4) σκλαβάκια κ.ά.

 

 

 

Η  Γ κ α μ ή λ α

     Τραγούδι για 1-2 χρόνων παιδιά. Υυπάρχουν πολλές παραλλαγές. Εμένα η μάνα μου έλεγε αυτό:

                                  – Ντάγκαλα (πίσω-μπρός) γκαμήλα

                                    που τα πλάς τα μήλα;

                                  – Μεσ’ στην κεραμύδα.

                                  – Πόσο τα πουλάς;

                                  – Μια δραχμί κι ένα το ρουλί.

                                  – Γέλασαν του Δήμου,

                                    και τουν Διαμαντή.

 

Π α ρ ο ι μ ί ε ς

 

1)           Στουν άβρουχου τουν κιρό καλό ειν’ κι του χαλάζ’.

2)           Στην ξέν’ την πλάτη 100 δικανίκια λίγα είνι.

3)           Δε γρικάει να βγάνει τα μάτια τ’.

4)           Τό ’βαλε απ’ τη μύτη μ’.

5)           Καλό βζί (βυζί) ηύρει και βζάνει (βυζένει).

6)           Ο Θεός αψλά (ψηλά) κάθητει και χαμλά (χαμηλά) γλέπ (βλέπει).

7)           Του γκόρτσου πουκάτ’ απ’ τ’ γκουρτσιά θα πέσ’.

8)           Ντ’ πικρή τ’ μαντζάνα πάχνη δεν τη καίει.

9)           Άπιαστος κλέφτς, καθαρός νοικοκύρς.

10)      Κύλ(η)σε ο τέντζερης και βρήκει το καπάκ(ι).

11)      Κοίταξέμ’ μ’ ένα μάτ(ι) να σε διώ μη δυό.

12)      Η κόττα νιαρό πίν’ κι του Θιό κ(υ)ττάζ’.

13)      Χόρτασει ψυίρα βγήκει στου γιακά.

14)      –Που πάτει έρμα; –Πάμει να ’ρμάξουμε τα παντέρμα (ή κι άλλα).

15)      Κάηκαμει μη του μπούζ (πάγο).

16)      Κάηκα στουν τσιουρμπά φ(υ)σάου κι του γιαούρτ’.

17)      Λύκους την τρίχα τ’ αλλάζ’ το χούϊτ’ δεν τ’ αλλάζ’.

18)      Φειδ’ που δε μι πειράζ’ χίλια χρόνια να ζεις.

19)      Έφαγες του γκατζιόλι (γάϊδαρο) έμεινει του σαμάρ’.

20)      Που κάτ’ απ’ του βώδ’ μοσχάρ’ χαλεύ(ει)ς (ζητάς).

21)      Ακόμα στου γκατζιόλι (γαϊδούρι) δεν ανέβκει, τα ποδάρια τ’ κουνάει.

22)      Πιασ’ τουν ξυπόλτου και πάρ’ τα τσαρούχια.

23)      Όπους έστρουσες έτσι θα κ(οι)μηθής.

24)      Κείνος πόχει τα γένεια έχει και τα χτένια..

25)      Ποιός γκαβός (τυφλός) δεν χαλεύει (ζητά) τα μάτια τ’.

26)      Χίλοι καλοί χουράν.

27)      Χίλια λόγια έναν παρά.

28)      Πέρσι ψόφσει φέτος βρώμσει.

29)      Πέσει πίτα να συ χάψω (φάω).

30)      Έχου για τ’ γούνας ράμματα.

31)      Ψύλλοι στ’ άχυρα χαλεύς (γυρεύεις).

32)      Όλοι μαζί κι ψουριάρ’ς (ψωριάρης) χώρια.

33)      Μάτι μ’ φουβηρό (φοβερό), χέρι μ’ κουφτηρό (κοφτερό).

34)      Είδ’ αλπού τουν κ...(πισινό) τ’ς κι νόμσει ότι είν’ γιαράς (πληγή).

35)      Μαρτ’ς γδάρτ’ς κι καλός παλουκουκάφτ’ς.

36)      Μοναχός χόρευε, κι’ όσο θέλεις πήδαγε.

37)      Όποια πέτρα και να σκώεις, απ’ κατ’ θα τον εύρς.

38)      Ν’ απλώντς τα ποδάριασ’, όσου εικεί που φτάνει το στρώμασ’.

39)      Αναντάν μπαμπαντάν (από μάνα και από μπαμπά).

40)      Αη Βαρβάρα βαρβαρώνει,

       Αη Σάββας σαβανώνει,

       Αή Νικόλας παραχώνει (σημάνει ότι, σκεπάζει το χίονι).


Α ι ν ί γ μ α τ α

 

1)           Όλη μέρα φούτου, φούρτου και του βράδ’ πίσω στην πόρτα, τι είναι;

2)           Νταής μου κουντουθόδουρος παλούκια φουρτουμένους, τι είναι;

3)           Νταής μου κουντουθόδουρος ηννιά ζνάρια ζουσμένους, τι είναι;

 

Λ ύ σ ε ι ς : 1. Σκούπα, 2. Σκαντζόχοιρος, 3. βαρέλι.

 

 

Σ ο φ έ ς  δ ι η γ ή σ ε ι ς

 

Η  κ α λ ά θ α  τ ο υ  π α τ έ ρ α :  Κάποτε ένας έβαλε τον γέρο πατέρα του σ’ μία καλάθα (μεγάλο κοφίνι), την πήρε στην πλάτη του και ξεκίνησε να φύγει. Τον βλέπει ο μικρός γιός του και ακολουθεί ο εξής διάλογος:

     - Που πάς με τον παππού μου φορωμένο μέσα στην καλάθα πατέρα;

     - Να παιδί μου, ο παππούς σου γέρασε και δεν μας χρειάζεται πια, όλο αγκαριά (αγκαρία) είναι. Πηγαίνω λοιπόν να τον πετάξω στην Μάρτσα (ποταμό Έβρου).

     - Κάλά πατέρα. Όμως μην πετάξεις την καλάθα, γιατί  θα μας χρειαστεί όταν γεράσεις και ’σύ.

 

Ο  κ α τ σ ί β α λ ο ς  β α σ ι λ ί α ς : Κάποτε θα έκαναν τον κατσίβελο βασιλία. Φόρτωσε λοιπόν την πολυμελή οικοκένειά τους στο αμάξι (κάρο) και ξεκίνησε... Στο δόμο που πήγαινε βλέπει έναν τόπο που ήταν κατάσπαρτος από καλαθιές (είδος δενδριλίου), γύριζε τότε και λέει της γυναίκας του: «Κοίτα γυναίκα τι καλός τόπος που είναι, γεμάτος από καλαθιές για πλέξουμε καλάθια!!!».

 

 

     Τ ο π ω ν ύ μ ι α . Κ ά μ π ο ς : Αντάς, Παραμάρτσια (Μάρτσα=Έβρος), Γκιρτζίλ, Ντεμίρ–γιογλού, Γκιόλια, Μπάρα, Κουρουτζίδες, Τοπτσίδες, Στενά, Φαρδιά, Καλιτζέντασου, Γκάμπρας, Μπαγκίδες (σημ. εντός ποταμού), Κοπάνες, Αλώνια, Καβάκια του... , Ασυρμάς (Σιδ. Γραμμή). Μ π α ΐ ρ ι : Μακρύ-Μπουρούμ (στ’ όριο με το Αμόριο), Κόκκινο χώμα (πλαγιά), τ’ Γάτου τεπές, Καρτάλι-τεπε, Πάππος και Μπάμπω (δύο λόφοι), Μπουζιάνα, Καμπούδια, Ταούγεμε (παρακάτω), Καρά-τεπε, τ’ Κύρου τα μαντριά (ρεματιά, μετά είναι η Τσίγγλα) και τ’ Κυριάκογλου τα μαντριά (πιό κάνω), Ντούζια (ίσια), Αμπέλια, Άκ Μπάμπας (υπήρχε ρεματιά με κουτσουμύλι=νερόμυλος), Καλού Μπαράκα (στ’ όριο με το Διδ/χο), Τζιαμτζά τα μαντριά (πέρα από την αεροπορία).

 

     Ο ν ο μ α τ ο λ ο γ ί α .  Τα βαπτιστικά με τον χρόνο μεταβάλλονται από την ιδιάζουσα του τοπού. Ο Δημήτριος Μήτηλης, Μήτσιος, Μουτιός. Ο Γεώργιος Γιώρς κτλ.

Μήτσιος (Δημήτρης), Γκουντής (Κωνσταντής) ή Γκουντίνας, Άστρος (Αριστίδης), Λαμπιρνός (Λάμπρος), Λαμπος (Χαράλαμπος), Καμάριος, Μανούσης, Πουστόλτς (Απόστολος), Γκιλής (Αγγελής), Λιφτέρς –ιρία (Ελευθέριος –ερία), Σαράντω, Σύρμω (Συρματιένια), Σουλτάνα, Καριοφυλλιά, Περιστέρα, Ματιένια (Μαλαματιένια), Μιργκιζιά (Μαρία) κ.ά.

 

     Ο ι κ ί α :  Πρόχειρη μικρή χαμηλοτάβανη κτισμένη με κιρπίτσια (πλίθους), αργότερα από τούβλα και κεραμοσκεπής. Σήμερα βεβαίως, διασκευάστηκαν ή κτίστηκαν νέες, έτσι ώστε, να πληρούν όλες τις σύνγχρονες απαιτήσεις.

     Β ο η θ η τ ι κ ο ί   χ ώ ρ ο ι :  Σε κάθε οικία υπάρχουν πρόσθετοι χώροι: ένας σταύλος (ντάμ’), ένας αχυρώνας, ένας ορνιθώνας (κοτέτσ’), ίσως μία στάνη, κανένα μικρό χοιροστάση (κοτρέτσι) κι’ ένας φούρνος. Ο τελευταίος κτίζεται πλαγίως της οικίας, όχι όμως ενωμένος μ’ αυτή και είναι ημισφαιρικός. Η αυλή της οικίας ακατάστατη, λασπώδης, χωρίς σχήμα και καλαισθησία. Σ’ ένα σημείο αυτής συλλέγεται ή κοπριά των ζώων όλο το χειμώνα, για να σκορπισθεί στους αγρούς την άνοιξη. Αφροδευτήρια (τουαλέτες) δεν υπάρχουν κι όταν αυτά υπάρχουν είναι σε άθλια κατάσταση, κατασκευασμένα πρόχειρα  με κλαδιά σανίδια και τελευταία από τούβλα.

 

     Β Ι Ο Ι :  Ψ α θ ο π λ ε κ τ ι κ ό ς,  Σ ι ρ ο τ ρ ο φ ι κ ό ς ,  Γ ε ω ρ γ ι κ ό ς ,  π ο ι μ ε ν ι κ ό ς ,  α λ ι ε υ τ ι κ ό ς , κ υ ν η γ ε τ ι κ ό ς. Ό ρ γ α ν α – ε ρ γ α λ ε ί α  κ α ι  μ έ θ ο δ ο ς  ε ρ γ α σ ι α ς  (βλ. περισ. Ελένης Λ. Σιναπίδου διδασκάλισσας, Θρακικά, τομ. 41ος/1967, σελ. 152-164).

 

     Δ ι α τ ρ ο φ ή .

     Ε ο ρ τ ώ ν :  μπλιούρ(ι) (μαγειρευτώ σπάστο σιτάρι, με κοτόπουλο σε γιορτή), μπάμπω (Χριστούγεννα), χοιρινό με λάχανο (κυρίως Αη Δημητρη), λουκάνικα  κ.ά.

     Β α σ ι κ ή : Φασόλια (και άλλα όσπρια σε καθημερινή βάση), κατσιαμάκ(ι) (καλαμποκαλεύρο σε ζεματιστό νερό, το περιέχυναν με χοιρινό λίπος).

     Ζ υ μ α ρ ι κ ά :  τσιουρμπά (τραχανάς θρακιώτικος, πρωινό σε καθημερινή βάση), κουσκούσια κι γιφκάδια (ζυμαρικά αντί του τραχανα), αλαγκίτεις (κρέπες), μυκίκια (λουκουμάδες).

     Γ α λ α κ τ ο κ ο μ ι κ ά :  αργιάν(ι) (ξυνόγαλο), τυρί, γαλά, βούτυρο (όσοι είχαν).

     Γ λ υ κ ί σ μ α τ α :  μπακλαβάς (με φύλλα κουλουριαστά), σιρμπέτ (νερό-σάχαρι-ψωμί παπάρα), χουσιάφ(ι) (φρασμένο νερό με κορόμυλα ή γυρίκια)

     Χ ο ρ τ α ρ ι κ ά – σ α λ ά τ ε ς : ταρατόρ (νερό-σκορδαλιά-αγκούρι τεμαχισμένο), ραδίκια, τουρσιά (ντοματες, λάχανο κ.α), ντομάτες, αγκούρια...

     Π ο τ ά : Ούζο και κρασί.

 

 

     Λ α ϊ κ ή   ι α τ ρ ι κ ή .  α) Βεντούζες και μαλλάξεις (εντριβές) για κρυώματα, β) ούζο για πονόδοντο, γ) βρεγμένο πανί με νερό και ξύδι στο μέτωπο για τον πυρετό, δ) ξεφλουδισμένο φύλλο χοντρομαριγώς (μολόχα) επάνω σε περιοχή με πύον (βλ. βουζούνι) –καλλά δεμένο με επίδεσμο- σπάει το σπυρί για να καθαρίσει η περιοχή από το πύον. ε) χαμομήλι για τον βήχα, την δυσκοιλιότητα, καθαρισμό των ματιών κ.ά., στ) αγριάδα (ριζα για λευκώμα) για το ζάκχαρο. ζ) έμπλαστρο (λεγεται και γιακού) από μαλί κατσίκας, σαπούνι αμεταχείρηστο, ούζο, λεύκωμα αυγού και στάχτη, η) γύρισμα του ομφαλού, θ) ζεστούς επιδέσμους –και άλλα γιατροσόφια.

     Ο ν ο μ α σ ί ε ς  α σ θ ε ν ε ι ώ ν :  τα μηλίγγια (άδένων πρήξιμο), ο κιόρ τσομπάνς ή το βουζούνι (άνθρακας), ανεματύρωμα ή σεληνιασμός, το σαραλίκ (ίκτερος), τα πλάκια (Ιλαρά), ο πονόματος, οι μαγούλες (παρωτίτις), ο μούλματζακ (κοκκύτης), η ωτίτις, η θερμασιά (ελονοσία), κλπ.

 

     Φ υ τ ι κ ό ς   κ ό σ μ ο ς . 

     Ο π ω ρ ο φ ό ρ α : Αχλαδιές (αρμουτιές), αγριοαχλαδιές (γκορτσές), κερασιές, βυσινιές, ροδακινιές, βερυκοκιές, αγριοβερυκοκιές, δαμασκηνιές, κορομηλιές (κουμπλιές), κυδωνιές, μουσμουλιές, μουριές (ντουνταλιές), καρυδιές, αμυγδαλιές.

     Δ α σ ι κ ά :  Βελανιδιές (μισές και καραπιλέκι), κέδρα, καραγάτσια, θράψα, καλαθιές, πλατάνια, ακακία (καράτσιαλι), κυπαρίσια, πεύκα.

     Θ ά μ ν ο ι :  Πουρνάρια, γάβρα (γκιργένια).

 

     Σ π ο ρ ά :  Φθινόπωρο με τα πρωτοβρόχια (μετά τις 14 Σεπτεμβρίου) τα δημητριακά. Αρχές Απριλίου το καλαμπόκι. Μάϊο τα βαμβάκια.

     Σιτάρι, κριθάρι, βρώμη, μπιζέλια, σουσάμι, ρεβύθια, φακές, βαμβάκι, τριφύλλι σκορπίζονται με τη φούχτα. Ο αραβόσιτος, τα φασόλια, κρεμμύ-δια, σκόρδα, η σκούπα κατά φωλιέες.

     Πρό των λιπασμάτων έρριχναν κοπριά και σάπια άχυρα. Σκάλισμα (βοτάνισμα) γινόταν μόνο σε μερικά απ’ αυτά (σουσάμι, βαμβάκι, αραβόσιτος, φασόλια, σκούπα, κρεμμύδια, σκόρδα κλπ. Πότισμα  δεν γινόταν, περίμεναν την βοήθεια του Θεού, να ρίξει καμιά βροχή.

 

     Υ δ ρ ό β ι ο ς   κ ό σ μ ο ς .

               1)  Κυπρίνος  (Γριβάδι ή Σαζάνι «τουρκιστί» - 3 είδη).

               2)  Γουλιανός (σαρκοφάγο, το μεγαλύτερο του ποταμού, έως και 200 κιλά).

               3)  Κεφάλια   α) κοινά ασημόχρωμα,

β) ποταμίσια Λαβράκια, ασημί με κόκκινα πτερύγια,

γ) Γκατζιολάδες (Χτένες),μαύρες κάθετες κηλίδες στο σώμα, κόκκινα πτερύγια, είναι το νοστιμότερο Κεφάλι.

               4)  Μπουσμάς (διασταύρωση από Βουλγαρία. Το πιο κοινό, πολυπληθές και ανθεκτικό, όχι ιδιαίτερα νόστιμο).

               5)  Ζουρνάς ή Τούρνα (σαρκοφάγο, αρκετά μεγάλο σε μέγεθος).

               6)  Χέλι (το κοινό).

               7)  Κιθάρες (πολύχρωμα μικρά ψάρια).

               8)  Σαρδέλα (ποταμίσια, παρόμοια με της θάλασσας).

               9)  Καρά-γιατάκια (ασημόμαυρα ψάρια, όχι νόστιμα).

           10)  Μπριάνα (μικρό νόστιμο ψάρι).

           11)  Κοκκινόπτερα (έντονα ασημόχρωμο ψάρι με κόκκινα πτερύγια. Μέτριο μέγεθος με σχετικά πλατύ σώμα. έως 20 εκ. ιδιαίτερα νόστιμο και χαρακτηριστικό του είναι ότι προτιμάει τα καθαρότερα σημεία του ποταμού).

           12)  Καβούρια, Τζάβιδες, Καραβίδες : εκτός από τα ψάρια στον ποταμό ζουν ακόμη ποταμίσια καβούρια (σχεδόν όμοια με της θάλασσας) και τζαβιδες (κάτι παρόμοια με τα θαλασσινά μύδια). Επίσης σπανιότερα καραβίδες γλυκού νερού.

      (Τα στοιχεία για τον υδρόβιο κόσμο μας τα έδωσε ο Σιαλάκης Χ. Πέτρος)

 

ΠΙΘΑΡΙΑ ΣΤΟΥΣ ΨΑΘΑΔΕΣ

     Δεν γνωρίζω να έχουν βρεθεί τίποτε αρχαία ευρήματα στους Ψαθάδες Μακράς Γέφυρας, αλλά και στην ευρήτερη περιοχή πολύ λίγα αρχαία ευρήματα έχουν βρεθεί. Στο οδηπορικό του ο Γ.Λαμπουσιάδης γράφει ότι στο Βουλγαρικό (ήδη από τότε Τουρκικό) χωριό Ερμενί-κιοϊ βρέθηκαν σε πιθάρι νομίσματα αρχαία και αγαλματίδιο που κατασχέθηκε προ του 1912. Συχνά βρίσκονταν νομίσματα Αλέξανδρου, Λυσιμάχου κλπ. Επίσης και στο Δερέκιοϊ ενας χαλκωματάς (προ ετών) ανεκάλυψε ολόκληρο εύρημα. Κατά τον Λαμπουσιάδη αγνοούν για Κ ά σ τ ρ α (=Καλέδες) εκτός του Κουλελή-Βουργαζίου και του Χάραλα. Οι Τίμβοι όμως δεν ήταν λίγοι. Τιποτε άλλο δεν βλέπει ο Λαμποσιάδης, παρά μόνο τεμάχια κεράμων σε ικανό βάθος ασφαλώς τεχνητών-αλλ’ κανένα αγγείο.

 

     Επί Γερμανίκης κατωχής (1941) με διαταγή των  καταχτητών και με «εθελοντική» εργασία των κατοίκων των χωριών της γύρω περιφέρειας που έπαιρναν όμως ημερομίσθιο, έγινε διάνοιξη και κατασκευή όδου με καλτερίμι, αυτή που πολύ αργότερα έγινε η ασφαλτιστρομένη οδός που παιρνούσε μέσα από τους Ψαθαδες, πριν κατασκευαστεί η Εθνική (σήμερα πλέον Νέα Εγνατία) όδος.

     Τότε λοιπον, στην τοποθεσία «Ντιλχάν τ’ αμπέλ» υπήρχε μία γκορτσιά (αγριοαχλαδια) κάτω από τη οποία βρέθηκε από τον παππού μου Αλεξ. Παπαδακη (πληρ. Στ. Τσιαφάκη, Λαμπ. Δανιηλάκη) ένα μεγαλο πιθάρι, το οποίο όμως έσπασε στην προσπάθεια που έκαναν για να το βγάλουν, έμεινε μόνο το σχήμα του που είχε αποτυπωθεί στο χώμα ώστε να μαρτηρεί την ευρεσή του.

     «Εμείς βρήκαμε εδώ στην εκκλησιά 2-3 πιθάρια» μας αφηγείται ο Ανδρέας Καμάριου Καραγιοβανάκης, σε συζήτησει που κάναμε για την εύρεση του παραπάνω πιθαριού (καφενείο 14-8-2003).

     «Εμείς βρήκαμε ένα στο Ταούγεμε (τοποθεσία σε λόφο των Ψαθάδων) μικροί με τον [μάλλον Σαράντη] και προσπαθούσαμε με τα ξύλα να σκάψουμε για να το βγάλουμε. Μας είπαν ότι ήταν πολύ παλιό», αφηγείται με την σειρά του ο Δρόσος Π. Παπαδόπουλος.

          Σ’ όλες τις παραπάνω περιπτώσεις μέσα στα πιθάρια υπήρχε κάτι σαν λάσπη, πιθανότατα σιτάρι που είχε σαπίσε με τα χρόνια. Ποιός λοιπόν έκρυψε ή φύλαξε τ’ αγγεία με το σιτάρι σ’ αυτό τον τόπο που ήταν ακατοίκητος πριν το 1923 όπου και έγκατασταθηκαν οι Ψαθιώτες εκεί που δεν υπήρχε πριν τίποτε; Μήπως υπήρχαν οικίσεις πάρα πολύ παλιά; Μήπως στην θέση Ταούγεμε που βρίσκεται σε λόφο υπήρχε Ακρόπολης; Ποιος ξερει. Ίσως ο χρόνος δείξει!