κεί στο Αμόριο, έμειναν φιλοξενούμενοι ως την Άνοιξη του 1923,
άλλοι δε έμειναν εκεί ως και δύο χρόνια. Σε ανταπόδοση της φιλοξενίας των
Αμοριοτών, οι Ψαθιώτες πρόσφεραν την εργασία τους στους νοικοκύρηδες που τους φιλοξενούσαν.
Έπειτα χώρισαν
οι Ψαθιώτες σε μικρές ομάδες και εγκαταστάθηκαν μόνιμα σε διάφορα χωριά του Νομού
Έβρου, από την Ταύρη της επαρχίας Φερρών ως την Σαγίνη Νέας Ορεστιάδος
(βλ. πίν. 1), κατ’ άλλους δε ακόμη και στη Φλώρινα και σ’ άλλες περιοχές της
Ελλάδος. Η μεγαλύτερη ομάδα των
Ψαθιώτων (40–60 οικογενειών), ακολούθησαν τον Μουχτάρη (Κοινοτάρχη) τους,
κουβαλώντας μαζί και τις εικόνες, την καμπάνα (Πιπιλικάκης Ιωάννης, Σιαλάκης Απόστολος,
Τσιαφλάκης Γεώργιος και Παπάζογλου Δημήτριος) κ.ά. ιερά κειμήλια της εκκλησίας
του Αγίου Παντελεήμονος που έφεραν μαζί από το χωριό τους (εκτός του Ευαγγελίου
που το έφερε από πέρα η οικογένεια κάποιου Τσουράκη και το κράτησε στο Αμόριο
όπου έμεινε μόνιμα, εκεί έμεινε και μία ακόμη οικογένεια, κάποιου Πουλιονάκη)
και εγκαταστάθηκαν σε μία τοποθεσία,
ακριβώς ανάμεσα στο Αμόριο και το Διδυμότειχο (σε απόσταση 3–3,5 χλμ.).
Η εκλογή της τοποθεσίας αυτής, έγινε, γιατί είναι απέναντι (διαγωνίως) από το
χωριό τους, με την ελπίδα πως σύντομα θα επέστρεφαν πίσω.
Εκεί λοιπόν έκτισαν
το νέο τους χωριό, που δεν θα μπορούσε
να ονομαστεί αλλιώς, παρά
μόνο Νέοι Ψαθάδες. Επειδή αρχικά το χωριό είχε πρόχειρες κατοικίες (καλύβες),
οι ξενοχωρίτες το αποκαλούσαν Καλύβια, ενώ οι μουσουλμάνοι του Διδυμοτείχου Γενίκιοϊ
(Νέο χωριό). Για το κτίσιμο των σπιτιών έκαναν το «μετζί». Δηλαδή όταν κάποιος
έκτιζε το σπίτι του τον βοηθούσαν οι συχωριανοί του κουβαλώντας με τα κάρα πέτρες
από τους πετράδες, ξύλα από την περιοχή της Κυριακής κτλ. Όταν επέστρεφαν τα κάρα
φορτωμένα ο νοικοκύρης έκανε κάτι σαν γλέντι - σαν γιορτή, με φαγητό και κρασί.
Να υπογραμμιστεί όμως, πως τα πρώτα σπίτια χτισμένα πρόχειρα από κιρπίτσα (πλίθους)
τα έκτισε η νεοσύστατη υπηρεσία του Ελληνικού Εποικισμού.
Στην διανομή που
ακολούθησε, από την νεοσύστατη υπηρεσία του Ελληνικού Εποικισμού δόθηκαν οικόπεδα
και γεωργικό κλήρο, σε καθεμιά οικογένεια, αναλόγως των αναγκών της, κατά μέσο
όρο 1050 τ.μ. περίπου οικόπεδο στο εντός σχεδίου του χωριού και 16 στρ. περίπου
αγροτεμάχια. Οι τίτλοι του αγροτικού κλήρου αποδόθηκαν στους ιδιοκτήτες τους το
1933 και μόλις το 1972-74 έγινε η εγγραφή τους στους καταλόγους του Υποθηκοφυλακείου
Διδυμοτείχου.
Το παζάρι του Διδυμοτείχου κατά το μεσοπόλεμο (1923-1939).
Το κέντρο παρέμενε πάντοτε
η μεγάλη πλατεία. Γύρω της Οργανωνόταν πάντα η οικονομική ζωή της πόλης, αλλά
και ολόκληρης της επαρχίας. Εκεί υπήρχε μία μεγάλη σκεπαστή αγορά, ένα πελώριο
κεραμοσκεπές υπόστεγο όπου ανάμεσα στα άλλα γινόταν το μεγάλο παζάρι για τα κουκούλια
κατά τους μήνες Μάιο - Ιούνιο. Το εβδομαδιαίο παζάρι από τότε γινόταν κάθε Τρίτη
και απλωνόταν από τη σκεπαστή αγορά έως το ρολόι. Η ζωοπανήγυρης το "χαϊβάν-παζάρ"
στηνόταν στο νότιο τμήμα της πόλεως, εκεί πού άλλοτε ήταν το Τέμενος της συνοικίας
της Άμμου.
Τα κύρια προϊόντα της
περιοχής ήταν τα δημητριακά, κυρίως σιτηρά και ακόμη καλαμπόκι, όσπρια, αλλά και
βαμβάκι. Ακόμη παρέμενε η σηροτροφία (κουκούλια)
ως σημαντική δραστηριότητα,
ενώ εκλεκτός ήταν και ο καπνός της περιοχής. Επίσης άκμαζε η κτηνοτροφία, κυρίως
"αποδίδουσα τυρόν". Άλλο προϊόν ήταν οι ψάθες
που κατασκευάζονταν κατεξοχήν στους Ψαθάδες, τους εντεύθεν του Έβρου
πριν
την καταστροφή, και στους Νέους Ψαθάδες
μετά. (Αθαν. Γουρίδη, ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΔΙΔΥΜΟΤΕΙΧΟ,
Μάιος 1999, σελ. 82).
Κατά την απογραφή
του 1928 η επαρχία Διδυμοτείχου είχε συνολικό πληθυσμό 37.718 κατοίκους και περιλάμβανε
τον ομώνυμο Δήμο (με 8.204 κ. στο Διδυμότειχο και 486 κ. στο Ισαάκιο το οποίο
τότε ανήκε στο Δήμο) και 11 Κοινότητες, μία εκ των οποίων ήταν και του Αμορίου,
η οποία αποτελείτο από τα χωριά Αμόριο και Νέους Ψαθάδες ως το 1951 περίπου, οπότε
και μεταγράφηκαν οι κάτοικοι των Νέων Ψαθάδων στο Δήμο Διδυμοτείχου, στον οποίο
ανήκουν ως και σήμερα που έγινε Καποδιστριακός Δήμος με την συνένωση του ομώνυμου
Δήμου 14 κοινοτήτων και ενός επιπλέον οικισμού. Ο συνολικός νόμιμος πληθυσμός
του Δήμου είναι 22.644 κάτοικοι, με πραγματικό πληθυσμό 19.540 κάτοικοι εκ των
οποίων 8.556 (43,79% του συνολικού πληθυσμού) εντός των ορίων του παλαιού Δήμου
Διδυμοτείχου. Η έκταση που καταλαμβάνει ο Δήμος είναι 353,2 τετρ. χιλ. (55,35
άτομα το τ. χιλ.). (Πηγή στοιχείων: Αθ.
Γουρίδης, ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΔΙΔΥΜΟΤΕΙΧΟ, σελ. 83 και 200).
|
|