Ειρήνη με ελευθερία και
ισοτιμία δεν στεριώνει με ξόρκια και ευχολόγια. Το να είσαι έτοιμος να την
υπερασπιστείς την Ειρήνη, μόνο οι ανεγκέφαλοι θα μπορούσαν να σε κατηγορήσουν
για φιλοπόλεμο. Ότι κάνεις δεν το κάνεις για γούστο ή για χόμπυ, αλλά για να
μπορέσεις να συνεχίσεις να ζεις ελεύθερος στον τόπο σου. Αν αυτό δεν λέγει
τίποτα, εμείς θα προσπαθήσουμε να σας βάλουμε στο κλίμα και τις συνθήκες
διαβίωσης των Ελλήνων εκείνα τα χρόνια, όχι μόνο για να καταξιώσουμε την
προσφορά των αδούλωτων ψυχών στον χειμαζόμενο Ελληνισμό, αλλά για να
αφυπνηστούμε όλοι μας. Έτσι θα είμαστε πιο σίγουροι για το μέλλον μας σ’ αυτόν
τον τόπο, τον τόπο μας. Έτσι θα περιορίσουμε τις απαιτήσεις των γειτόνων μας
πάνω στα ιερά μας χώματα κι ακόμα να τους δώσουμε να καταλάβουν πως και μεις το
ίδιο μπορούμε να αξιώσουμε τα μέρη μας, τις πατρογονικές μας εστίες. (Κόντου Πασχάλη,
«Αδούλωτες ψυχές», Διδυμότειχο 1998, σελ. 15).
Κάτι ανάλογο έχω συναντήση σε
ένα μικρό ποιηματάκι του Μαυριώτη Αυγερινού.
«Γιόκα μου να θυμάσαι...
Το σπίτι μας στην Αντριανού (Ανδριανούπολη)...
με τον ανθησμένο κήπο και τους Λάρητες...
Δέν το πουλήσαμε...».
Με άλλα λόγια το
διεκδικούμε. (Ό. π. σελ. 6).
Πέρα από τον Έβρο υπήρχαν 20 χωριά της Μητροπόλεως Διδυμοτείχου,
κι είχαν τα περισσότερα κατοίκους μόνο Έλληνες, ή Έλληνες και Τούρκους:
Μεγάλο
Ζαλούφι, Μικρό Ζαλούφι, Παλιοχώρι,
Κούρτι, Καράμζα, Κωστί, Ψαθάδες, Μεγάλο Ντογαντζή, Μικρό Ντογαντζή,
Κιουτλί, Καβακλή, Ασλαάν, Καρά Ηλιά, Λιλί, Γιαούπ, Τσιφλικάκι, Σαλαπλάρ, Γιενή
Κιοϊ, Παλιούρι, Αζατλή.
(Αρχιμ. Νικ.
Βαφείδης, Εταιρία Θρακικών Μελετών, Αριθ. 14, σελ. 33).
(Σ. Μ.
Ζεχερλή, Οι ρίζες της Θράκης μας, Θεσ/νίκη 1982, σελ. 120,131).
Όλοι
όσοι μένανε στην απέναντι όχθη του ποταμού Έβρου, οι από δώθε τους λέγανε και
περατιανούς. Η επικοινωνία με το Διδυμότειχο γινότανε με μεγάλες βάρκες τα
«σάλια». Αυτά μπορούσαν να μεταφέρουν από την μια όχθη στην άλλη και τρία
βοϊδάμαξα. Σαν το χειμώνα πάγωνε ο Έβρος, τα αμάξια περνούσαν πάνω από τον
πάγο. Ένα σχετικό ναυπηγείο που κατασκεύαζε «Σάλια» βρισκόταν στην ακροποταμιά
ανάμεσα Μάντρα και Λάβαρα. Ενδεχόμενος από τα Σάλια πήραν και τα Λάβαρα παλιά
το όνομα «Σαλτίκι».
Μπορεί
Εκκλησιαστικά η περιοχή της Μακράς Γέφυρας* να υπαγόταν στη
Μητρόπολη Αδριανούπολης, ωστόσο για χατήρι του Αγίου Χριστού, την μέρα της
Πεντηκοστής και της 14 του Σεπτέμβρη, του Σταυρού όπως λέγανε, τα χωριά έπρεπε
να περάσουν το ποτάμι και να ανεβούν στο Κάστρο να περάσουν κάτω από την
θαυματουργή εικόνα του Σωτήρα Χριστού.
Δεν
είναι τυχαία κωμόπολη η Μακρά Γέφυρα. Έχει δέσει το όνομά της με ένα Άγιο τον
Άγιο Δήμο γιατί όχι και με ένα Δεσπότη τον σημερινό μας Μητροπολίτη κ.κ.
Νικηφόρο. Αυτής της περιοχής είναι και οι ήρωες του πονήματός μας. (Κόντου Πασχάλη,
«Αδούλωτες ψυχές», Διδυμότειχο 1998, σελ. 18-19).
Οι
Ψαθάδες βρίσκονται –όπως έχουμε πει και αλλού– ακριβώς απέναντι από το
γειτονικό τους (προς δυσμάς) ελληνικό χωριό Αμόριο, με το οποίο φυσικό
σύνορο μεταξύ τους έχουν τον ποταμό Έβρο. Γειτονεύουν ακόμη (προς βοράν) με το
πολύ νεότερο τουρκικό (παρέμβριο) χωριό Ραχμάτ’ς, το οποίο μπήκε σφήνα
ανάμεσα στους Ψαθάδες και τα άλλα δύο ελληνικά χωριά, Λιλί (επιλόφιο)
και Κουστί (παρέμβριο), και (προς νότον) με το παλιό τουρκικό
(επίσης παρέμβριο) χωριό Καράσπλι. Ανάμεσα στους Ψαθάδες και το Καράσπλι
υπήρχαν «Μεράδες» (χέρσα δημόσια γή), στους οποίους υπήρχε η κατάφυτη
από μισέδες τοποθεσία (μπαΐρι–λόφος) «Κουρί», από την οποία κουβαλούσαν
ξυλία για κάψιμο. Οι Καρασπλιώτες βρισκόταν σε διαμάχη με τους Ψαθιώτες, γιατί
αμφισφητούσαν την κυριότητα της τοποθεσίας αυτής, δημιουργώντας επεισόδια
μεταξύ τους. Καρασπλιώτες και Ψαθιώτες προτίμησαν να λύσουν την διαφορά αυτή
μόνοι τους, παρά να καταφύγουν στην αρμόδια δικαστική τουρκική αρχή. Θύμα της
διαμάχης αυτής ήταν ο μουχτάρης (πάρεδρος) των Ψαθάδων Ανδρέας Τσομπανάκης (πατέρας
Αθανασίου και παππούς Δημήτριου Δανιηλάκη), τον οποίο στην ένταση επάνω
δολοφόνησαν οι Καρασπλίωτες, σ’ εκείνη την τοποθεσία. Από τότε σταμάτησαν οι
Ψαθιώτες να πηγαίνουν στο «Κουρί», όπως και οι Καρασπλιώτες που φοβόταν γι’
αντίποινα. Αν τύχαινε να πάει κανείς –με κίνδυνο της ζωής του– και κατάφερνε να
κερδίσει κανένα κάρο ξυλεία, τότε βεβαίως και το είχε ως έπαινο
(αφήγηση Λ.
Δ., Δευτέρα 11 Αυγούστου
2003).
Οι Έλληνες αυτής της περιοχής
δεν ήξεραν πούθε να φυλαχτούν. Από τα Βουλγαρικά κομιτάτα, ή από τις Τουρκικές
τσέτες. (Ό. π. σελ. 11).
Κάτω από αυτές τις συνθήκες
δρούσαν οι Έλληνες καπετάνιοι και τα όσα αναφέρονται για θηριωδίες και σφαγές
Τούρκων και Βουλγάρων έχουν κάποια ελαφρυντικά. (Ό. π. σελ. 13).
Πέρα από τα χαφιελίκια τους (κάποιων
ανωνύμων κιοτήδων), που καίγανε τους αγωνιστες ήταν και η λάσπη τους. Φωνάζανε
ληστές οι Τούρκοι, αυτούς που τολμούσαν να κάνουν αντίποινα κατά των Τούρκων,
υπερθεμάτιζαν και οι τάχατες δικοί μας.
Ακόμα και τώρα που
λευτερωθήκαμε, όλοι αυτοί συνεχίζουν να το παίζουν υπερπατριώτες, αλλά το χούι
τους δεν το κόψανε. Το ληστές το πέρασαν ακόμα και στα παιδιά τους. Ψάχνοντας
να καταξιώσουμε πατριώτες με αδάμαστες ψυχές, το ακούσαμε κι αυτό. –Πάτε να
κάνετε ήρωες εκείνους τους ληστές; (Ό. π. σελ. 23).
Για εκείνο όμως που δεν
μπορούν να κατηγορησουν τον Πασχάλης Καρακατσάνης και κατά συνέπεια τον Καπετάν
Καράμπουϊκης, αφού τον είχε πρωτοπαλήκαρό του, είναι το ότι δεν έχυσαν ούτε μια
σταγόνα αδερφικό Ελληνικό αίμα.
Τι να πει κανείς...! Σαν
κανένας δεν σκοτώνει για να σκοτώσει, αλλά από κάποια ανάγκη άμυνας... Δεν
πορώνεται τόσο εύκολα. Έχει τη συναίσθηση του τι έκανε. Όπως και να το κάνει,
όσες δικαιολογίες κι αν ορθώνονται στην συνείδησή του, οι φόνοι είναι φόνοι. Το
«Ου φονεύσεις» δεν είναι απλά μια εντολή. Είναι μια φωνή του Δημιουργού μέσα
στο κάθε του δημιούργημα και περισσότερο σαν ο φόνος αυτός γίνεται από άνθρωπο.
Σ’ αυτό διαφέρουν οι στεγνοί δολοφόνοι και εγκληματίες από τους ήρωες. Παρόλου
το ότι το έκαναν το έκαναν με κίνητρο την λευτεριά και τα ανθρώπινα δικαιώματα,
το έγκλημα παραμένει στην συνείδησή τους καθαρό έγκλημα και η τιμωρία το φυσικό
επακόλουθο. «Τόσους και τόσους σκότωσα, που μετρημό δεν έχουν... Αλλά και μένα
θα με σκοτώσουν... Δεν θα πεθάνω φυσιολογικά» εξομολογήτε στο 20χρονο γαμπρό
του Αλέκο Αλεξανδράκη ο Πασχάλης Καρακατσάνης, το πρωτοπαληκαρο του
Καράμπουϊκη. Το ξέρει το κρίμα του και το περιμένει: «Μάχαιραν έδωσες! Μάχαιραν
θα λάβεις.
Μέσα στην ίδια χρονιά 1937, Τρίτη μέρα Χριστουγέννων, μέσα στο καφενείο
της Κυανής... Η προφητική διαίσθηση της εξομολόγησής του επαληθευόταν. (Ό.
π. σελ. 17-18).
____________________
*
Επί Τουρκοκρατίας μέχρι των βαλκανικών πολέμων,
ηρίθμει περί τας 5.000 κατοίκων (Έλληνες, Οθωμανούς και ολίγους Ιουδαίους),
ασχολουμένους με την Γεωργίαν και την Κτηνοτροφίαν.
Επί
ελληνικής κατοχής της Αν. Θράκης ήταν έδρα Υποδ/σης Νομού Αδριανουπόλεως
αριθμούσα μέχρι της ανταλλαγής πληθυσμού 7.798 κ.
Ο ΚΑΠΕΤΑΝ
ΚΑΡΑΜΠΟΥΪΚΗΣ ΣΕ ΓΕΝΙΚΕΣ ΓΡΑΜΜΕΣ
Υπαρκτό πρόσωπο ο Καπετάν Καράμπουϊκης όχι
μόνο από τις μαρτυρίες του Αλέκου Αλεξανδράκη, αλλά και από μαρτυρίες άλλων που
γνώρισαν την δράση του ή άκουσαν για τα κατορθώματά του. Αυτά τα κατορθώματα
άλλωστε καταγράφηκαν από τις λαογραφικές μνήμες σαν τραγούδι, που τραγουδήθηκε
και μάλιστα στην τουρκική γλώσσα. Υποπτεύομαι πως αυτό το γεγονός να
τραγουδηθεί ο Καράμπουϊκης σε τουρκική γλώσσα, μπορεί να κρύβει κάποια άλλη
σκοπημότητα. Ακόμη και αυτό το ίδιο του το όνομα στα Τουρκικά σημαίνει άνδρα
μελαψό και γιγαντόσωμο. Άνδρα που σε όποια αναμέτρησή του, σκορπά το φόβο...
Εδώ θα προσπαθήσουμε να αποδόσουμε σε
παράφραση αυτό το τραγούδι του Καράμπουϊκη και θα διαπιστώσουμαι πώς κάτι
ανάλογο συνέβαινε με τα παραπάνω.
«...Καί μόνο το
όνομα Καράμπουϊκη
σαν το άκουγαν οι
χωροφύλακες...
εξαφανίζονταν...
Να ζήσεις Καράμπουϊκη...»
Σύμφωνα με τις πληροφορίες
που μας δίνει ο Αλέκος Αλεξανδράκης και όλοι οι άλλοι που επισκεφθήκαμε στο
χωριό Ψαθάδες και Σοφικό, ο Καπετάνιος μας θα πρέπει να γεννήθηκε στα περίχωρα
της Κεσσάνης, πέρα από τον Έβρο ποταμό γύρω στα 1870-80... (Ό. π. σελ. 10).
Τελικά κι ο καπετάνιος μας
μαζί με τόσους άλλους Καπετάνιους της περιοχής μας, το 1922, πήραν με πόνο
ψυχής, το δρόμο της προσφυγιάς. Ακολούθησε την μοίρα τόσων χιλιάδων Ελλήνων
ξερριζωμένων. Πέρασε ο Καπετάνιος τον Έβρο, άφησε τον γαμπρό του στους Ψαθάδες
κι αυτός τράβηξε για Κομοτηνή; Για Ξάνθη; Ακόμα και για Σέρρες; Οι πληροφορίες
εδώ μοιράζονται. Έτσι πέρασε κι αυτός στην ανωνυμία, όπως τόσοι και τόσοι άλλοι
εθνικοί μας ήρωες. Γράφουμε όσα μας είπαν μέχρι αυτήτη στιγμή.
Εκείνο που μάθαμε για τον
γαμπρό του τον Γιάννη τον Καρπουζά, που τον άφησε στους Ψαθάδες, είναι ότι
τελείωσε την ζωή του στο μεταφυτεμένο αυτό χωριό από τους πέρα από τον Έβρο
Ψαθάδες. Τα αλογα του πεθερού του Καράμπουϊκη τα κράτησε ως το τέλος. Τελικά
ένα από τα άλογα αυτά, έφτασε στα χέρια του Στέργιου Τοσούνη στο Διδυμότειχο.
Ήταν ο «Γγκουτζίκης». Έτσι ο Μαυρογιγαντόσωμος Καρά-μπουϊκης πέρασε στην
Ιστορία. Μέχρι το 1940 ο Γκουτζίκης ανήκε στον κ. Στέργιου Τοσούνη. Οι Γερμανοι
ήρθαν το 1941 και τον επίταξαν μαζί με τις εξαρτήσεις του και από εκεί χάθηκαν
τα ίχνη του. (Ό. π. σελ.13).
ΜΙΑ ΖΩΝΤΑΝΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ
Μα ας διαβάσουμε μαζί το
γράμμα του Αλέκου Αλεξανδράκη από το Κουφόβουνο Διδυμοτείχου.*
«Γεννήθηκα το 1917 στο χωριό
Λιλή αντίκρυ στο Διδυμότειχο, πέρα από τον Έβρο. Η περιοχή, Ουζούνκιπρι (Μακρά
Γέφυρα). Και το 22 με τον ξεσηκωμό, περάσαμε στο Κουφόβουνο και ήμουν 5 χρονών
παιδί. Όταν άνοιξαν τα σχολεία, πήγα και γω σχολείο. Όταν φτάσαμε στην Γ΄ και
Δ΄ τάξη Δημοτικού, μαθαίναμε ιστορία, πάντα για την Παλιά Ελλάδα και για
καπετάνιους σάν τον Κολοκοτρώνη, σαν τον Μακεδονομάχο Παύλο Μελά, που
ελευθέρωσαν την Ελλάδα από τους Τούρκους και τους Βουλγάρους.
Το βράδυ που διάβαζα, ρωτούσα
τον παππού μου Αθανάσιο Αλεξανδράκη, ο οποίος γεννήθηκε το 1867 και απεβίωσε το
1952 και επειδή τα έζησε εκείνα τα γεγονότα. Τον ρωτούσα: Γιατί εμείς οι
Θράκες, δεν είχαμε καπετάνιους σαν τον Κολοκοτρώνη και τους άλλους;
- Πως... οι Τσέτατζήδες...
Έτσι τους ονόμαζε ο παππούς μου και μου είπε ότι έχω ένα Τσέτατζη ή Κομητάτου
Αρχηγό. Ήταν ο Καράμπουϊκης με πολλά παληκάρια, όλα με τα καλύτερα άλογα και με
ένα πρωτοπαλήκαρο, που ήταν ο Καρακατσάνης Πασχάλης από το Παλιό χωριό Γιαούπι
προς το Ουζούνκκιπρι και όλοι ήσαν εθελοντές. Αυτό γινόταν πρίν το «Χουριέτ».**
Και συνέχιζε ο παππούς μου...
Πριν να βγεί αυτή η τσέτα, ήταν τα τουρκικά κομητάτα και υπόφεραν όλα τα χωριά.
Πήγαιναν τα βράδυα... και όποιον γνώριζαν ότι έχει λεφτά, τότε είχαν λίρες...
του έβγαζαν έξω από το χωριό, τους βασάνιζαν και αν κανένας ψύχραιμος δεν έδινε
χρυσαφικά, τον περνούσαν την πυροστιά στο λαιμό, καμένη στη φωτιά.
Από άλλους ζητούσαν ψωμί και
φαγητά, όλο κοτόπουλα. Και το χειρότερο που ζητούσαν ρουχισμό. Υποχρέωναν τους
Έλληνες και τους έφτιαναν ενδύματα. Και τότε γινόταν δύσκολα... Όλα με το χέρι.
...Ένας Τούρκος κομητατζής
εδρούσε στην περιοχή του χωριού μας, έξω στο δάσος, έλεγε ο παππούς μου
συννέχεια...
Δεν ξαναείδαν Τούρκο στο
σπίτι τους. Αλλά όχι γιατί τους λυπήθηκαν. Επειδή βγήκαν Έλληνες... Θρακιώτικα
κομητάτα, όπως ο Καραμπουΐκης. Ίσως ήταν και άλλοι. Αλλά αυτούς άκουσα εγώ.
Άρχησαν και κυνηγούσαν τους
Τούρκους, και τους τρομοκράτησαν. Τότε οι Τουρκικές Αρχές, έβγαλαν στρατό
τουρκικό με τους κουμητζήδες και έψαχναν να βρούν τον Καράμπουϊκη.
Μια μέρα γινόταν γάμος σε ένα
χωριό. Πήγαν οι Τούρκοι. Ρώτησαν που είναι ο Καραμπουΐκης. Οι Αρχές του χωριού
τους υποδέχτηκαν με ευχαρίστηση. Τους πήγαν στο γάμο και οι Τούρκοι με φαγητό
και ποτό ευχαριστήθηκαν και καθόταν στο γάμο.
Σε λίγο έμαθε ο Καραμπουΐκης.
Κύκλωσε με τα παληκάρια του το χωριό. Ο ίδιος πήγε στο γάμο και κατευθείαν στον
Τούρκο τον Καπετάνιο. Του είπε:
- Τι ζητάτε; Τον Καράμπουϊκη;
- Ναι...! Νόμισαν πως θα τους
δώσει κάποιες πληροφορίες. Τότε εν ψυχρώ είπε.
- Εγώ είμαι ο Καραμπουΐκης.
Οι Τούρκοι κομητατζήδες έμειναν ακίνητοι... Και τους λέγει: Μη κουνηθείτε...
Μην πηράξετε ποτές κανέναν από το χωριό μας γιατί θα σας πάρω τα κεφάλια. Το
χωριό το έχουν τα παληκάρια μου κυκλωμένο.
Πράγματι,σηκώθηκαν και έφυγαν
και ξανά Τούρκικα κομητάτα δεν υπήρχαν σ’ αυτή την περιοχή. Πήγαν μέσα στην
Τουρκία. Και από τότε οι Έλληνες κουμητατζήδες πήγαιναν και έπαιρναν τους
Τούρκους από τα σπίτια τους και τους έσφαζαν, τους λήστευαν, τους έπαιρναν τα
ζώα τους. Όποιος είχε καλό άλογο τον σκότωναν και το έπερναν.
Το 1937, έτυχε και ένα
πρωτοπαλήκαρο, όπως παραπάνω γράφω, πολύ ψύχραιμο, ο Καρακατσάνης Πασχάλης και
ήρθε στο σπίτι μας. Τα άκουσα όλα με τα αυτιά μου. Και τελευταία άκουσα
να διηγείται ο Καρακατσάνης...:
«Ήταν (λέει) ένας Τούρκος
γεροδεμένος οικονομικά και είχε ένα άλογο βαρβάτο. Το είχε στολισμένο με
χάνδρα, που λεγόταν κιοστέκια και σέλα, όλα αστραφτερά. Κυκλοφορούσε σε Σουφλί,
Διδυμότειχο και Ανδριανούπολη στα παζάρια.
Μια μέρα ο Καρακατσάνης τον
έκανε καρτέρι (ανάμεσα) Σουφλί–Μάντρα και τον σκότωσε. Του πήρε το άλογο.***
Έτσι σιγά – σιγά φύγανε οι Τούρκοι και πήγανε στην Τουρκία.
Τελειώνοντας μου είπε το
πρωτοπαλήκαρο του Καραμπουΐκη.
–Τόσους που σκότωσα, δεν
μετριούνται. Αλλά και μένα θα με σκοτώσουν. Δέν θα πεθάνω φυσιολογικά.
Πράγματι το 1937 Τρίτη μέρα
Χριστούγεννα, τον σκότωσαν δυό απάνθρωποι από διάφορες παρεξηγήσεις μέσα στο
καφενείο του χωριού Κυανή, παλιά Τσιαουσλή.
ΤΕΛΟΣ
Κουφόβουνο
Διδυμοτείχου
21-1-1991
Τηλ.
25530/24508. (Ό. π. σελ. 6-9).
_____________
* Το γράμμα του... το πραθέτουμε... διορθωμένο... γιατί είναι λιγάκι
δυσανάγνωστο (Ό. π. Σελ. 5).
** Όσο για το «Χουριέτ»
το Δημοκρατικό Σύνταγμα της Τουρκίας, χρονολογείται στις 29 Οκτωβρίου του 1908 (Ό.
π. σελ. 11).
*** Ηταν μια περήφανη φοράδα... Το άλογο αυτό δεν το κράτησε ο ήρωάς
μας. Το συναντάμε στα χέρια του Ψαθιώτη Βασίλη Τσιαφάκη όπως μας πληροφόρησαν. (Ό.
π. σελ. 16, στο ίδιο πόνημα θα βρήτε περισότεραι έάν ενδιαφέρερεστε να μάθετε
λεπτομέρειες για τον Πασχάλη
Καρακατσάνη).
ΑΛΛΗ ΜΙΑ ΖΩΝΤΑΝΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ
Τις
πληροφορίες μας τις έδωσε ο κ. Κουντουράκης Αθανάσιος, σήμερα 91 ετών.
Ξεριζομένος κι αυτός, από το Γιαούπι της περιοχής Μακράς Γέφυρας. Σήμερα μένει
κοντά στα παιδιά του στην Αλεξανδρούπολη και το τηλέφωνό του είναι 25510/32477.
Ο
κ. Θανάσης περνώντας την τελευταία ευθεία για να γίνει αιωνόβιος, θυμάται τόσα
πολλά και τόσο ζωντανά, που σε κάνει και νομίζεις πως όλα αυτά που διηγείται
λες και γίνανε μόλις χθές. Ας είναι καλά ο άνθρωπος.
Τον
είδε λέει τον Καπετάνιο Καραμπουΐκη στο χωριό Νταούταλη της περιοχής Κεσσάνης.
Το χωριό αυτό απείχε μίλις μιας ώρας δρόμο από το Τιμπιΐκιο το χωριό που
γεννήθηκε λέγει ο Καπετάνιος. Γιόρταζε, λέγει πάντα ο κ. Θανάσης η Εκκλησία του
Χωριού και είχε πανήγυρι. Εκεί έκανε την εμφάνισή του και ο Καπετάνιος με δυό
παλληκάρια του. Ο κό-σμος που τους έβλεπε έλεγε: Να αυτός είναι ο Καπετάν
Καράμπουϊκης. Εκεί τον είδε και ο κ. Κουντουράκης παιδί τότε και μας
περιγράφει:
‘‘Ητανε στο μπόϊ περίπου στα
1.70 μ. Μέτριος στο χόντρος και με μαύρο μουστάκι καραμπογιά.
Έτυχε λέγει να τον δει και
άλλες φορές ακόμα και στο χωριό που γεννήθηκε, το Γιαούπι και μας διηγείται ένα
επεισόδιο σχετικό.
Ήτανε καιρός του θέρους και
στο χωριό Ζαλούφι, απέναντι από το Πύθιο περίπου γινόταν γάμος. Πέρασαν από το
γάμο δυό Τούρκοι Αστυνομικοί, που έψαχναν για τον Καπετάνιο κι εκεί επάνω ο
Καπετάνιος με τα παλληκάρια του τους έπιασε και τους σκότωσε.
Την άλλη μέρα πλάκωσε ένα
τάγμα ολόκληρο Τούρκικου Στρατού και περικύκλωσε το χωριό. Από φόβο για
αντίποινα οι Ζαλουφιώτες, μικροί –μεγάλοι, άφησαν το χωριό τους και πέρασαν
δώθε από το ποτάμι στο Πύθιο. Όπως δεν βρήκαν κόσμο στο χωριό, οι Τούρκοι πήγαν
στο Γιαούπι και εκεί μάζευαν με το ζόρι ανθρώπους σε ομάδες δέκα–δεκα, άντρες
γυναίκες και παιδιά. Τους πήγαιναν στα αθέριστα χωράφια των Ελλήνων για να τα
θερίζουν. Τα φόρτωσαν στα αμάξια και πήγαιναν να τα αλωνίσουν στην Μακρά
Γέφυρα. Το σιτάρι φυσικά το έπαιρναν οι Τούρκοι για να μη έχουν Έλληνες που τα
έσπειραν για να ζήσουν, να φάνε. Αυτόν τον τρόπο διάλεξαν για εκδίκηση.
- Θυμάμαι λέγει ο κ. Θανάσης
πως έτυχε και μένα μα με μαζέψουν κι ας ήμουν παιδί ακόμα. Μάλιστα δυό φορές με
πήραν.
Ακόμα ο κ. Κουντουράκης μας
δίνει και μια άλλη σημαντική πληροφορία γύρω από το τέλος του Καπετάνιου. Ένα
τέλος διαφορετικό από όσα μας είπαν οι άλλοι.
Ήτανε λέγει Σεπτέμβριος με Οκτώβριος του 1917. Ένα τάγμα
Τούρκικου στρατού κύκλωσε τον Καπετάνιο στο μέρος που κρύβονταν με τα
παλληκάρια του και μή μου πείτε πως οι Τούρκοι μύρισαν τα δάχτυλά τους και τους
βρήκαν. Κάποιος από τους κιοτήδες μας, απ’ αυτούς που στα κατοπινά μας κάνουν
τον παλληκαρά, έδωσε την πληροφορία στους Τούρκους, αντίς να τρέξει και να
ειδοποιήσει τον Καπετάνιο να πάρει τα μέτρα του. Ήταν σθεναρή η αντίστασή που
προβάλανε ο Καπετάνιος με τα παλληκάρια
του, αλλά άνιση αναμέτρηση. Τα πτώματα του Καπετάνιου και μερικών παλληκαριών,
οι Τούρκοι τα φόρτωσαν πάνω σε μια νταλίκα και τα περιέφεραν στα χωριά, για να
τα βλέπουν οι Τούρκοι και να
ξεθαρρεύουν. (Ό. π. σελ. 20-21).
Το μόνο που θέλω να προσθέσω
στα παραπάνω εφόσον δεν γίνεται λόγος για αυτό, είναι το ότι η σχέση του
Καπετάν Καράμπουϊκη με τους Ψαθάδες ήταν πολύ πιο στενή αφού ήταν
αρραβωνιασμένος με την γνωστή στους Ψαθιώτες Αγγελάκινα (= από το μετέπειτα γάμο
της με τον Άγγελο Χατζηδήμο, πρώτο ψάλτη των Νέων Ψαθάδων), γιαγιά του
καθηγητού στη Θεσσαλονίκη Χατζηδήμου.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Οι περιπτώσεις των Καπετάνιων
του Καράμπουϊκη και και του πρωτοπαλίκαρο του Πασχάλη Καρακατσανη, είναι ένας
μόνο κρίκος μιας αλυσίδας από τις αδούλωτες ψυχές που έδρασαν την περίοδο αυτή
στα μέρη μας. Είναι δηλαδή και άλλοι παρόμοιοι Καπετάνιοι που εκείνα τα χρόνια
κατάντησαν ο τρόμος της Τουρκίας. Οι δραστηριότητες τους άπλωναν σχεδόν σε όλη
την Ανατολική Θράκη, αν λάβουμε υπόψη μας το γεγονός ότι από πολλές γωνίες της
περιοχής έχουμε πληροφορίες για την δράση τους.
Στις μνήμες των Ελλήνων
παρέμειναν χαραγμένες οι δραστηριότητες αυτών των Καπεταναίων. Ένας απ’ αυτούς
είναι κάποιος Μανώλης, που έδρασε προς την περιοχή των Μαλγάρων, ο Καπετάν
Βαγγέλης Ματσιάνης από τα Λάβαρα, ο Καπετάν Λαζός από το Διδυμότειχο
που σκοτώθηκε με μπαμπεσιά στον Τζιρόμυλο δίπλα στην Αγία Μαρίνα στο
Διδυμότειχο, ο Λιοντάρης στα Τσαΐρια, ο Στάϊκος στα κατοπινά
χρόνια από το Ορτάκιο και τόσοι άλλοι.
Στη λίστα αυτή θα πρέπει να
προστεθούν και μια στρατιά ανώνυμων αγωνιστών και αφανών ηρώων, που έδωσαν και
την ίδια τους την ζωή. Άλλοι από αυτούς ευτύχισαν να δούν την Πατρίδα ελεύθερη
και άλλοι όχι.
Σ’ όλους αυτούς θα πρέπει να
προσθέσουμε την προσφορά του Δεσπότη Φιλάρετου, και έναν αριθμό δασκάλων και
έγκρίτων πολιτών που κρατήθηκαν όμηροι και τράβηξαν τα πάνδεινα, γιατί είχαν την
ευαισθησία να αγαπούν την πατρίδα τους.
Ακόμα είναι και κάποιες απλές
γυναίκες του λαού, που πρόσφεραν μεγάλες και πολύτιμες υπηρεσίες στους Έλληνες
λιποτάκτες του Τουρκικού και του Βουλγαρικού Στρατού. Η βίαιη στρατολόγηση και
από τους Τούρκους και από τους Βουλγάρους ήταν ένα συνηθισμένο φαινόμενο.
...Θεωρούμε χρέος τιμής να καταξιώσουμε αυτές τις αδούλωτες ψυχές.
ΠΑΣΧΑΛΗΣ ΚΟΝΤΟΣ (Ό. π. σελ. 26).
|