Οι Ψαθάδες κατά τον 20ο αιώνα.
περιοχή
Διδυμοτείχου
αναφέρεται
ως
περιοχή
όπου
ασκεί
δικαιοδοσία
ο
Πατριάρχης
Kων/πόλεως
στα
πατριαρχικά
βεράτια
του
1662
(ΓEΔEΩN
Mανουήλ
«Eπίσημα
γράματα
τουρκικά....»,
Kων/πολη
1910,
σελ.
10),
του
1757
(XIΔIPOΓΛOY
Παύλος
«Σουλτανικά
βεράτια»,
Eπετηρίς
Kέντρου
Eπιστημονικών
Eρευνών
1973 – 1975,
τομ.
7,
σελ.
182 ("Dimetoka")),
του
1835
(ΦPANTZHΣ
Aμβρόσιος
«Eπιτομή
της
ιστορίας
της
αναγεννηθείσης
Eλλάδος»
(τρίτομη),
Aθήνα
1839 – 1841,
σελ.
258),
του
1860
(NIKOΛAΪΔHΣ
Δ.
«Oοθωμανικοί
Kώδικες»,
Kων/πολη
1889-1891,
τομ.
3 (τετράτομο),
σελ.
2742)
και
του
1901
(ΓEΔEΩN
Mανουήλ
«Eπίσημα
γράμματα
τουρκικά....»,
Kων/πολη
1910,
σελ.
67).
Στις
αρχές
του
αιώνα,
η
δικαιοδοσία
του
Mητροπολίτη
Διδυμοτείχου
εκτεινόταν,
αφενός
μεν
στο
Σαντζάκι
Aδριανουπόλεως
(νότια
τμήματα
καζάδων
Aδριανουπόλεως
με
τα
χωριά
Kαρακασήμ
και
Aζατλί
(τα
δύο
τελευταία
έμειναν
στην
Tουρκία)
και
Xάφσας
(Nίκης)
(με
τα
χωριά,
Σαραπλάρ,
Aσλαχάν
και
Zαλούφι,
το
σύνολο
των
οποίων
έμεινε
στην
Tουρκία),
τμήμα
του
καζά
Oυζούν-Kιοπρού
(σήμερα
στην
Tουρκία,
με
τα
πατριαρχικά
χωριά
Πασά
Γενιτζέ,
Γιαούμ,
Kαβακλί,
Ψαθάδες,
Kαράχαμζα,
Στρεμκιοϊ,
Tσιάλι,
Kαράγιαλί,
Kούρτι,
Tσιφλίκιοϊ,
Λουλί,
Eσκίκιοϊ
και
το
εξαρχικό
Γενίκιοϊ
(Γενιτζέ-
ι
Kάρλο)
και
Διδυμοτείχου,
καθώς
και
ένα
μικρό
τμήμα
του
καζά
Oρτάκιοϊ
(με
την
πατριαρχική
Mάντριτσα
και
τα
εξαρχικά
Aνω
και
Kάτω
Σουανλί
και
Γκιοκτσέ-
Mπουνάρ,
χωριά
που
σήμερα
ανήκουν
στη
Bουλγαρία),
αφετέρου
δε
στο
βόρειο
μέρος
του
καζά
Σουφλίου
του
σαντζακίου
Δεδέαγατς
(Aλεξανδρουπόλεως)
που
εκτεινόταν
και
στην
ανατολικά
του
Eβρου
περιοχή
(σήμερα
στην
Tουρκία
με
τα
πατριαρχικά
χωριά
Kιουπλί
και
Δογαντζί
Pούμ
και
το
εξαρχικό
Kαδίκιοϊ-
Δουδούρμα
(Istituto geografico de Agostini «Vilayet d ’Andrinople, Sandjak indépendant de
Tchataldja et partie européenne du Vilayet de Constantinople (carte des écoles
grecques et bulgares et des églises grecques)»,
Ρώμη
1907).
Στα 1906 η επαρχία είχε 100 ιερείς, 55 ναούς και τρεις
Mονές.
H
μία, της Θεοτόκου, κοντά στην πόλη, μετόχι του Παναγίου
Tάφου,
η δεύτερη της
Kοιμήσεως
της Θεοτόκου κοντά στην
Kορνοφωλεά,
Iβηρίτικο
μετόχι και η τρίτη της Παναγίας (Δαδιάς), ενοριακή, σήμερα εγκαταλελειμμένη.
Σύμφωνα με τις συνθήκες
Σεβρών και Λωζάννης, στην
Eλλάδα
περιήλθε το μεγαλύτερο μέρος της εκκλησιαστικής περιφερείας ("επαρχίας") Διδυμοτείχου.
Eξαίρεση
αποτέλεσαν αφενός μεν (όσον αφορά στα ορθόδοξα χωριά), εκείνα που ανήκαν στον
καζά
Oρτάκιοϊ
και που περιήλθαν στη
Bουλγαρία
ήδη από το 1912 και 1913 (συνθήκη
Bουκουρεστίου),
αφετέρου δε τα ανατολικά του Έβρου ευρισκόμενα χωριά, τα οποία υπήγοντο στους
καζάδες Σουφλίου (Σαντζ. Δεδέαγατς),
Oυζούν-
κιοπρού (Mακράς
Γεφύρας),
Xάφσας
και
Aδριανουπόλεως
(Σαντζ.
Aδριανουπόλεως)
και τα οποία περιήλθαν στην
Tουρκία.
(Mεγάλη
Eλληνική
Eγκυκλοπαίδεια,
τομ. 9 σελ. 319).
βλ. Internet
Ο δήμος σχηματίστηκε αρχικά με διάταγμα της 19-9-1924 και περιλάμβανε εκτός από
την πρωτεύουσα τα χωριά Ισαάκο (μέχρι το 1956) και Νέοι Ψαθάδες (μετά το 1951).
Με το νόμο 2539/1997 «Καποδίστριας» ενσωματώθηκαν σ’ αυτόν και οι κοινότητες Ισαακίου,
Πυθίου, Πραγγίου, Ασημένιου, Πετράδων, Ελληνοχωρίου, Καρωτής, Μάνης, Σιτοχωρίου,
Ποιμενικού, Κυανής, Κουφοβούνου και Ασβεστάδων, καθώς και τμήμα της κοινότητας
Θουρίου.
Σήμερα στο έδαφος του δήμου ανήκουν οι ακόλουθοι οικισμοί, όπως καταγράφονται
στην τελευταία απογραφή του 1991: Διδυμότειχο (έδρα), Ζωοδόχος Πηγή, Νέοι Ψαθάδες,
Ασβεστάδες, Ασημένιο, Ελληνοχώρι, Θυρέα, Λαγός, Ισαάκιο, Καρωτή, Ποιμενικό, Πραγγί,
Πύθιο, Ρήγιο, Σταθμός Πυθίου, Σιτοχώρι, Σοφικό.
Απελεθερωτικοί αγώνες.
Από τις αρχές του
20 αιώνα αρχίζουν οι απελευθερωτικοί αγώνες, μιας και όλα έδειχναν ότι έφτανε
η ημέρα της «Αναστάσεως» και για την πολιταλαιπωριμένη Θράκη μας, την ποίο αδικημένη
-επιτρέψτε με να πω- κόρη της μητέρας Ελλλάδος.
Οι έλληνες του Διδυμοτείχου
κινητοποιούνται ήδη από το 1903 με συγκεντρώσεις, μεταφορά όπλων κ.λπ. για να
αντιμετοπίσουν τους κομιτατζήδες «βούλγαρικες αντάρτικες ομάδες» που μεταφέραν
την δράση του «Ηλι-ντεν» και στην περιοχή του Διδυμοτείχου, με τη βίαιη προσχώριση
τεσσάρων χωριών στην Εξαρχία και τον προσηλυτισμό πέντε ελληνικών οικογενειών
στο Διδυμότειχο. Η διαμάχη εντείνεται κατά τα έτη 1905 και 1906 με αποτέλεσμα
να κατακλύσουν τη Νότια Θράκη έλληνες πρόσφυγες από την ανατολική Ρωμυλία. Στις
αρχές του 1908 ιδρύεται στο Δεδέαγατς (Αλεξανδρούπολη) η πρώτη ενεργή επαναστατική
οργάνωση στη Δυτική Θράκη η «Πανελληνία Οργάνωσις» με επικεφαλής
τον Στυλιανό Γονατά. Τη διοίκηση της οργάνωσης ανέλαβε ο τότε συνταγματάρχης
Παναγιώτης Δαγκλής. Μελη της επιτροπής στο Διδυμότειχο ήταν οι Αριστ. Παπαγιαννόπουλος,
Νικ. Πετζόγλου, Εμ. Παναγιώτου, Ε. Γιαουρτσόγλου, ενώ σημαντικές υπηρεσίες πρόσφεραν
οι Δ. Μανάκας και Θ. Σεϊτανίδης.
Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι
(Α' Οκτώβριος - Νοέμβριος 1912, Β΄ θέρος 1913) αποτελούν για τον ελληνισμό της
περιοχής την αρχή μίας σειράς μεγάλων ταλαιπωριών με αίσιο τελος.
Την περίοδο αυτή εξαναγκάζονται
οι έλληνες να υπηρετήσουν τόσο στον τουρκικό στρατό «Νόμος περί στρατεύσεως των
Χριστιανών», όσο και στον βουλγαρικό στρατό "διαταγή στρατολόγησις των ελλήνων
ηλικίας 20 έως 45" αμέσως μετά την κατοχή της περιοχής (ως την δυτική όχθη του
Έβρού) από τους Βουλγάρους, κατά τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο. Με την κήρυξη του Β΄
Βαλκανικού Πολέμου οι τούρκοι ανακαταλαμβάνουν ανενόχλητοι στις 13/7/1913 το Διδυμότειχο
και τότε οι ελληνες βρέθηκαν πάλι σε δεινή θέση. Η είσοδος του τουρκικού στρατού
συνοδεύτηκε από διώξεις, βασανισμούς, ξυλοδαρμούς αλλά και κάποιους θανάτους,
σύμφωνα με τον Δ. Μανάκα. Όπως πάντα τα πράγματα ήταν πολύ χειρότερα στα χωριά
της περιφέρειας.
Κατά την τελευταία περίοδο
τουρκικής κατοχής που ακολουθεί πολλοί από τους Διδυμοτειχίτες υπηρετούν στα εξοντωτικά
τάγματα εργασίας, τα "Αμελέτα-μπούρ", ενώ πολλοί διαφεύγουν προς την ελεύθερη
Ελλάδα μέσω Κωνσταντινουπόλεως ή μέσω Μάνδρας, της οποίας το ποτάμι ήταν το όριο
της Τουρκίας με την Βουλγαρία.
Οι Ψαθάδες σε Βουλγαρική κατοχή;
Ένα χρόνο μετά την έκρηξη
τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (1914) η Τουρκία εκχωρεί στη Βουλγαρία ολόκληρη τη Δυτική
Θράκη (Σεπτέμβριος 1915).
Το φθινόπωρο του 1916
η κατάσταση χειροτερεύει ακόμη περισσότερο για τους έλληνες από τα βίαια μέτρα
των Βουλγάρων. Οι θράκες τότε υφίστανται φυλακίσεις, λεηλασίες και απελάσεις.
Διατάσσεται η στρατολόγηση των ελλήνων από 19 έως 50 ετών, απαγορεύεται η ελληνική
γλώσσα και κλείνουν οριστικά τα ελληνικά σχολεία.
Το χειρότερο όμως ήταν ο εκπατρισμός
εκατοντάδων χιλιάδων ελλήνων μακριά από
τους πατρογονικές τους εστίες. Ταυτόχρονα
όλοι οι κάτοικοι αναγκάζονται να δηλώσουν εγγράφως βουλγαρική καταγωγή.
Ας δούμε όμως την αφορμή για την τραγική αυτή κατάσταση.
Τον Ιούλιο του 1917, ο υποδιοικητής Διδυμοτείχου Κολάρωφ..., ο δήμαρχος Σαμαντζίεφ,
ο ανακριτής Αθανάσωφ, ο ταμίας της δημαρχίας Σλαύης, και ο ιερέας παπά Δόϊτση
συνετάξαν επιστόλη προερχόμενη δήθεν από τους Έλληνες της Ανατολικής Μακεδονίας
που προέτρεπε τους Σαλτικίου (Λαβάρων) των περιχώρων ως και του Διδυμοτείχου Έλληνες
σε επανάσταση κατά των Βουλγάρων. Άφησαν την επιστολή αυτή στην Άγια Τράπεζα της
εκκλησία του χωριού (Λάβαρα). Στην αυλή της εκκλησίας κατέχωσαν αγγείο, πλήρες
δυναμίτιδος. Όταν αποκαλύφθηκαν τα δήθεν επαναστατικά επιβαρυντικά αυτά στοιχεία,
στάλθηκε από την Γκιουμουλτζίνα (Κομοτινή) ο υπολοχαγός Ηλίας Κόλεφ, με στρατό
και τηλεβόλα, και ο μυστικός αρχιαστυνόμος Βαγγέλης Γεωργίεφ (Μακεδώνας), με σπείρα
μακεδόνων αστυνόμων.
Πρώτος στόχος υπήρξε
η Μητρόπολη Διδυμοτείχου. Την 10η Ιουλίου 1917 ο Κόλεφ επεχείρησε αυστηρότατη
έρευνα. Η έρευνα επεκτάθηκε στις εκκλησίες, τα ελληνικά σχολεία και στις καλύτερες
οικογένειες. Και παρότι τίποτε επιλήψιμο δεν βρέθηκε, την 14η Ιουλίου
ο Γεωργίεφ προσωποκράτησε στη Μητρόπολη τον Μητροπολίτη, βάζοντας του φύλακα τον
Κόλεφ. Την 23η Ιουλίου ο Μητροπολίτης μεταφέρθηκε σε δύο δωμάτια του
διοικητηρίου, όπου κρατήθηκε μέχρι την 29η Αυγούστου. Από της 24ης
Ιουλίου μέχρι 4ης Αυγούστου φυλακίσθηκαν οι ιερείς της πόλης (Διδυμοτείχου)
οι πρόκριτοι, οι διδάσκαλοι και διδασκάλισσες, και όλοι οι ιερείς των χωριών,
μαζί με τους προκρίτους τους στην εβραϊκή σχολή. Αυτοί ήταν πάνω από 150. Πολλοί
από αυτούς αποφυλακίσθηκαν με δωροδοκίες. Οι εκκλησίες της πόλης έκλεισαν μέχρι
της 25ης Μαρτίου 1918. Μεταξύ πολλών άλλων βίαιων μέτρων ήταν και εξης:
Απαγόρευσαν την Ελληνική γλώσσα. Στρατολόγησαν όλους τους Έλληνες από 1950 ετών.
Αργότερα πολλούς τους απάλλαξαν μετά από δωροδοκίες. Επίσης επί 8 μήνες οι Έλληνες,
του Διδυμοτείχου και της περιφερείας του στερήθηκαν των ιερουργιών. Συνάμα οι
πολιτικές και στρατιωτικές αρχές ανάγκασαν τους πολίτες και χωρικούς να δηλώσουν
εγγράφως, ότι δεν είναι Έλληνες αλλά από παλιά είχαν βουλγάρικη καταγωγή.
Του Σαλτικίου (Λαβάρων)
τον δήμαρχο Νικόλαο, τον φυλάκισαν, ως ένοχο, δήθεν, για την φανταστική επανάσταση,
και τον έδειραν τόσο πολύ, ως που πέθανε. Επίσης φόνευσαν δύο άλλους Έλληνες,
και τον ιερέα του χωριού παπα-Παναγιώτη. Ο Κολάρωφ αποπλάνησε (στο Σαλτίκιο) την
Διδυμοτειχιτίσσα Χρυσή, 17 ετών, κόρη του καπετάν Δημήτρη. Τον ιερέα παπα-Χρήστο
του χωρίου Τσαουσλί (Κυανή) τον εξόρισαν στην Φιλιππούπολη, όπου και πέθανε. Τον
παπα-Στέφανο από το χωριό Καρά-μπεϊλή (Αμορίου), τον κακομεταχειρίσθηκαν στην
φυλακή, ως που πέθανε. . . . 33 ιερείς χωριών (παραλείπομε τα ονόματα) φυλακίσθηκαν.
Τρεις ιερείς, που εξορίστηκαν, επέστρεψαν. Μόνο μερικοί διδάσκαλοι, διδασκάλισσες
του Διδυμοτείχου, καθώς και των γύρω χωριών και ελάχιστοι ιερείς χωριών, δεν φυλακίσθηκαν,
κατόπιν διαφόρων μέσων και ενεργειών.
(Θρακικά, σειρά Β', τομ. 1ος, σελ.
24-26). Ο ιερέας και ο δάσκαλος
των Ψαθάδων όμως, είχαν φυλακισθεί, σύμφωνα με προφορική μαρτυρία του τότε 10χρονου
Πασχ. Σιμιτσάκη.
Τελικά σύμφωνα με το άρθρο 48 της συνθήκης του
Neuilly
(14 Νοεμβρίου 1919) η Δυτική Θράκη εκχωρείτε από τη Βουλγαρία και αποτελεί ιδιαίτερη
αυτόνομη διασυμμαχική περιοχή με την επωνυμία "Thrace
Interallie"
("Διασυμμαχική Θράκη"). Η κατάληψη της περιοχής επιτελείται στα μέσα Οκτωβρίου
1919 από γαλλικά στρατεύματα ενισχυμένα με ιταλικές και βρετανικές δυνάμεις, πλην
της περιοχής και πόλεως Ξάνθης που ευτύχησαν να υποδεχτούν τον ελληνικό στρατό
νωρίτερα από την υπόλοιπη Δυτική Θράκη.
Το
κυριότερο πρόβλημα ήταν η εθνολογική αλλοίωση που είχαν επιφέρει οι Βούλγαροι
και η παραμένουσα στελέχωση της διοίκησης με Βουλγάρους υπαλλήλους. Ιδιαίτερα
σημαντικό βήμα προς τη μεταβολή της κατάστασης αποτελεί το γεγονός ότι ήδη από
την 7/10/1919 επιτράπηκε η παλιννόστηση των ελλήνων που κυριολεκτικά είχαν αδειάσει
τη Δυτική Θράκη κατά τη Διάρκεια των πολέμων. Συνολικά είχαν εκπατριστεί τότε
242.969 έλληνες από τη Θράκη, Ανατολική και Δυτική, σύμφωνα με τα στοιχεία του
Οικουμενικού Πατριαρχείου. Πολλοί από αυτούς έμειναν μόνιμα στις νέες τους εστίες
και ιδιαίτερα στη Μακεδονία. Μία από τις σχετικές εξαιρέσεις αποτέλεσε η περιφέρεια
Διδυμοτείχου στην οποία υπήρχαν οι περισσότερες ορθόδοξες ελληνικές εκκλησίες
(38). Από αυτές το 1920 λειτουργούσαν οι 34 από τους ιδίους τους έλληνες. Η περιοχή
ήταν από τις λιγότερο πληγείσες από τα μέτρα των Βουλγάρων και εκείνη που είχε
διατηρήσει πληθυσμό και χαρακτήρα Ελληνικό παρ’ όλες τις διώξεις.
Τότε λοιπόν (προς τα τέλη 1919), επιστρέφουν
πίσω στα σπίτια τους και οι εξορισμένες οικογένειες των Ψαθάδων, πλην ενός
ή δύο που έμειναν μόνιμα στο Γαλαξίδι.
Η απόφαση για την επικύρωση της Θράκης στην Ελλάδα πάρθηκε στη συνδιάσκεψη του
Σαν Ρέμο την 10η Απριλίου του 1920.
Την 22η Μαΐου του 1920 οι αρχές και οι κάτοικοι του Διδυμοτείχου προσήλθαν στην
είσοδο της πόλης στην παλιά οδική γέφυρα και στο σιδηροδρομικό σταθμό και υποδέχτηκαν
με ενθουσιασμό το Στρατηγείο και τα τμήματα της Μεραρχίας Ξάνθης (Μοίρα Πεδινού
Πυροβολικού, Μοίρα Συζυγαρχιών και άλλοι σχηματισμοί), υπεύθυνη για τον τομέα
Φέρες έως και Διδυμότειχο, για να ακολουθήσει πανηγυρική δοξολογία που θύμιζε
τις παλιές βυζαντινές ημέρες. (Ελαφρά διασκευασμένο
από τον γράφοντα, από επίσημα στοιχεία στο Αρχείο ΔΙΣ Φ.247/Α/2 σ.15 και 24).
Εδώ θα πρέπει να ειπωθεί
ότι ο ελληνικός στρατός εισέρχεται ως εντολοδόχος της συμμαχικής διοίκησης. Τυπικά
η Δυτική Θράκη υφίστατο έως την 28η Ιουλίου 1920 ως «Διασυμμαχικό κράτος». Την
8η Ιουλίου 1920 επισκέφθηκε και διέμενε στο Διδυμότειχο ο βασιλέας της Ελλάδος
Αλέξανδρος. Την επόμενη νύχτα ο ελληνικός στρατός πέρασε τον Έβρο και άρχισε την
προέλαση στην Ανατολική Θράκη με κύριο στόχο να εξουδετερώσει το κίνημα του
ταγματάρχη
Τζεφέρ Ταγάρ.
Με το άρθρο 27 της συνθήκης
των Σεβρών στις 28 Ιουλίου (10 Αυγούστου με το νέο ημερολόγιο) 1920 ο Έβρος περιήλθε
οριστικά στην Ελλάδα, μαζί με την Ανατολική Θράκη έως την Τσατάλτζα (Μέτραι),
έξω από την Κωνσταντινούπολη. Με το Νόμο 2492/10-9-1920 (άρθρο 3/Ν.1193./10-9-1920)
η Ελλάδα προσαρτά τη Δυτική και Ανατολική Θράκη, αναγνωρίζεται η κυριαρχία της
στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου και αναλαμβάνει τη διοίκηση της Σμύρνης. Η Ελλάδα
φθάνει πλέον έως τη Δημοκράνεια και Μήδεια (Νομός 40 Εκκλησιών) στον Εύξεινο Πόντο
(Μαύρη Θάλασσα). Στην απογραφή του 19/12/1920 η Θράκη αριθμεί 704.204 κατοίκους.
Στο δημοψήφισμα που διενεργείται οι μουσουλμάνοι ψηφίζουν υπέρ της ένωσης με την
Ελλάδα επειδή θέλουν να αποφύγουν την κατακύρωση στη Βουλγαρία. Η Δυτική Θράκη
χωρίζεται σε δύο νομούς, Ροδόπης και Έβρου. Στον Νομό Έβρου περιλαμβάνονται οι
υποδιοικήσεις (επαρχείες) Δδεδέαγατς (Αλεξανδρούπολης), Σουφλίου, Διδυμοτείχου,
Κυψέλων και Αίνου. (Πηγές: προφορικές μαρτυρίες
γερόντων και Αθ. Γουρίδης, ΤΟ ΙΣΤΟΡ. ΔΙΔΥΜ/ΧΟ, Μάιος 1999, σελ. 75-80).
Οι Ψαθάδες υπάγονται στην υποδιοίκηση
Διδυμοτείχου από 10/9/1920 έως Οκτώβριο/1922 οπότε έγινε η εκκένωση της Ανατολικής
Θράκης, αν και επίσημα η αναδιάταξη της περιοχής έγινε την 24/7/1923 με την συνθήκη
της Λοζάννης, σύμφωνα με την οποία η συνοριακή γραμμή ακολουθεί την κοίτη του
ποταμού Έβρου. Δυστυχώς οι Ψαθάδες βρίσκονται στην άλλη (ανατολική) πλευρά του
ποταμού Έβρου. Έτσι οι Ψαθάδες έμειναν πραγματικά ελεύθερο ελληνικό χωριό, ακριβώς
δύο χρόνια, αν και ποτέ δεν ήταν πραγματικά υπό τουρκική η άλλη κατοχή, αφού όπως
γίνεται αντιληπτό από τα παραπάνω, διατήρησαν την Ελληνικότητα τους, παρ' όλες
τις ταλαιπωρίες που υπέστησαν από την τουρκική αλλά την βουλγαρική κατοχή, δεν
έχασαν ούτε την γλώσσα τους, ούτε την Πίστη τους, ούτε τις παραδώσεις τους και
γενικά παρέμειναν σε όλη την διάρκεια της ιστορίας τους ένα ΚΑΘΑΡΑ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟ
ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΙΟ.
Ο μεγάλος ξεριζωμός.
Εκείνη την εποχή οι
Ψαθάδες ήταν «κεφαλοχώρι» της
υποδ. Κωστή της επαρχ. Διδυμοτείχου και είχε Μουχτάρη (Κοινοτάρχη),
είχε δύο εκκλησίες (την παλαιά, της οσιομάρτυρος Παρασκευής «26 Ιουνίου»
εκτός του χωριού –μάλλον προς το ποτάμι–, και την νεότερη, του αγίου Παντελεήμονος
«27 Ιουνίου» εντός του χωριού), είχε επίσης σχολείο (μόνο 23 από τα 64
χωριά τής Μητροπολεως Διδυμοτείχου είχαν σχολείο, σύμφωνα με το υπ’ αριθ. 9 έγγραφο
του 434 φακέλου της Βουλής γιά το 1879-1881), είχε ακόμη 5 καφενεία (τα
2 ήταν και μπακάλικα), 3 ανεμόμυλους, τσιπουράδικο, «γιαχανά» (σησαμόμυλο
που παρήγε λάδι ταχίνι και "κούσπα" δηλ. χυλό για ζωοτροφή), αραμπατζίδικο
(με 3 κατασκευαστές κάρων από το Σκοπό των Σαράντα Εκκλησιών), σιδηράδικο,
αρτοποιείο κ.ά.
Τότε
αναγκάστηκαν και οι κάτοικοι των Ψαθάδων ενός καθαρά ελληνικού «κεφαλοχωρίου»
350 οικονενειών περίπου (x
5 κατοίκων μ.ό. =1750 κατοίκων περίπου) σύμφωνα με προφορικές μαρτυρίες
γερόντων, να εγκαταλείψουν τις πατρογονικές τους εστίες, ορισμένοι για δεύτερη
φορά, και
περνώντας στην απέναντι όχθη του
ποταμού Έβρου
να εγκατασταθούν προσωρινά στο γειτονικό τους χωριό Αμόριο με την ελπίδα πως σύντομα
θα επέστρεφαν πίσω.
Πήραν ότι πράγματα μπορούσαν
μαζί τους, ενώ η κάθε οικογένεια χρεώθηκε να κουβαλήσει και ένα ιερό αντικείμενο
ή σκεύος (κάποια από τις εικόνες, το Ευαγγέλιο, την καμπάνα κλπ.) της εκκλησίας
του Αγίου Παντελεήμονος.
Τώρα τι μπορεί να γράψει
κανείς; Τι μπορεί να απαντήσει σ’ αυτούς τους "νεοφώτιστους" οι οποίοι οδηγώντας
τον οδοστρωτήρα της Παγκοσμιοποίησης αποκαλούν Εθνικιστές όλους όσους επιμένουμε
να έχουμε μνήμη; Γιατί αρνούμαστε να ξεχάσουμε τις αλησμόνητες πατρίδες και δεν
παραδεχόμαστε ότι είναι χαμένες πατρίδες; Σ’ όλους αυτούς τους "Ευρολιγούριδες"
κατά τον καθηγητή Ζουράρη ή τους "Πουρκουάδες" κατά τον Αρχιεπίσκοπο, που παροργίζονται
γιατί επιμένουμε να θέλουμε να μείνουμε Έλληνες; Σ’ αυτούς λοιπόν που έχουν κάνει
σημαία τους το δεν διεκδικούμε τίποτε, τους απαντώ ότι εγώ: Διεκδικώ! Διεκδικώ
το δικαίωμα να επισκέπτομαι
ελεύθερα τους τάφους των προγόνων μου. Διεκδικώ το
δικαίωμα να επιστρέψουν όσοι το επιθυμούν στον τόπο καταγωγής τους. Διεκδικώ το
δικαίωμα του αυτοδιοίκητου της Ίμβρου και Τενέδου, βάση Διεθνών Συνθηκών. Διεκδικώ
την αναστήλωση και το άνοιγμα των Εκκλησιών και των Ιερών Μονών καθώς και την
επιστροφή όσων Εκκλησιών μετατράπηκαν σε τζαμιά, και πρώτα από όλες την Αγια-Σοφιά.
Διεκδικώ το άνοιγμα της σχολής της Χάλκης. Διεκδικώ... Διεκδικώ... Διεκδικώ...
|
|