ι Ψαθάδες είναι χτισμένες σε απόσταση
8 περίπου χλμ. νοτιοανατολικά του Διδυμοτείχου, στην ανατολική
όχθη του ποταμού
Έβρου,
οι οποίες σήμερα είναι υπό Τουρκική κατοχή,
ακριβώς απέναντι
από το χωριό Αμόριο του Δήμου Ορφέα (έδρα Λάβαρα).
Για το πότε ακριβώς
χτίστηκαν οι Ψαθάδες, υπάρχουν διάφορες ασαφείς απόψεις, οι οποίες τοποθετούν
την ίδρυσή τους ως και τον 12ο αιώνα μ.Χ.
Υποστηρίζεται
πολύ έντονα ότι οι Ψαθάδες πρωτοκατοικήθηκαν στα μέσα του 16ο αιώνα
από μία ομάδα Αρβανιτών από το Μέτσοβο της ΄’ρτας, και η αιτία ήταν τ ότι η περιοχή
αυτή είχε
πολλά καραγάτσια
τα οποία ήταν πολύτιμα για την ομάδα αυτή των ανθρώπων, αφού απαρτιζόταν από τεχνίτες
του ξύλου. Αυτό όμως δεν δείχνει να είναι αληθινό, γιατί οι Μεγαλοζαλουφιώτες,
οι οποίοι ήταν Χριστιανοί Αλβανόφωνοι Ηπειρώτες και κατέφυγαν σ αυτή τη περιοχή
κατά το 1468 μ.Χ. για να γλιτώσουν από την πονηριά των Τούρκων, οι οποίοι, με
μόνη αφορμή το ότι ήταν αυτοί Αλβανόφωνοι, προσπάθησαν να τους εξισλαμίσουν, και
μετά την ανταλλαγή του 1922 μετοίκισαν στα χωριά Χειμώνιο, Θούριο, Σαράκιο, Πύθιο,
Κλησσώ, Δίκαια, Καβύλη του Νομού Έβρου και σε χωριά του Νομού Σερρών, ξεχωρίζουν
στην ενδυμασία, την γλώσσα και στις παραδώσεις από τους εντόπιους Θρακιώτες, οι
Ψαθιώτες όμως δεν διαφέρουν σε τίποτε.
Το όνομά τους
οι Ψαθάδες το απέκτησαν από το κύριο επάγγελμα των
κατοίκων της, το οποίο ήταν πλέκτες
ψαθών. Σ αυτό βοήθησε και το ότι στην περιοχή αυτή είχε
άφθονη βλάστηση
από σάζια, τα οποία είναι κάτι χόρτα, που είναι απαραίτητα για το πλέξιμο της
ψάθας. Και οι Τούρκοι όμως, ονομάζουν το χωριό
Hasirciarnavutköy
= Χασιρτζή-αρναούτ-κιοϊ (Ψαθαδο-αρβανιτο-χώρι). Για τη δεύτερη ονομασία (δηλαδή
Ψαθαδο-αρβανιτοχώρι) θέλω να καταθέσω, προσθέτοντας στην παραπάνω κατάρριψη του
ισχυρισμού περί Αρβανίτικης καταγωγής των Ψαθιωτών
και τον εξής λογισμό μου: «Επειδή οι καπεταναίοι του Μεγάλου Ζαλουφίου
έκαναν την ζωή των Τούρκων δύσκολη, γι αυτό το λόγο, είναι πιθανό,
οι Τούρκοι ν αποκαλούσαν όλους τους Χριστιανούς της περιοχής
Αρβανίτες, και οι Ψαθάδες
ήταν καθαρά Χριστιανικό χωριό». ’λλωστε από τότε ακόμη υπήρχε η φράση: «Αυτός
έχει Αρβανίτικο κεφάλι» δηλαδή έχει αγύριστο κεφάλι, δεν αλλάζει τις πεποίθησης
του.
Με την πάροδο του χρόνου οι Ψαθάδες
αναπτύχθηκαν και έγιναν «κεφαλοχώρι», το οποίο συναγωνιζόταν με το Σαλτίκιοϊ (σήμερα
Λάβαρα, έδρα του Δήμου Ορφέα) για τα πρωτεία της περιοχής.
Ήθη, έθημα και γλώσσα.
Εν τη πόλει και περιφέρεια Διδυμοτείχου συνειδητοί Βούλγαροι δεν υπήρχον. Όλα
τα χωρία της περιφερείας παρουσίαζον και παρουσιάζουν ήθη, έθιμα και γλώσσαν ελληνικά.
’λλοι των χωρικών μας, κατά παράδοσιν μεταδοθείσαν και εις ημάς, κατάγονται εκ
Πελοποννήσου και Θεσσαλίας. Π.χ. τα χωριά, των οποίων οι κάτοικοι φέρουν ομοίαν
ενδυμασίαν, έχουν τα αυτά ήθη και έθιμα όπως το χωρίον
Κουρουτζή
(Καρωτή), Καδήκιοϊ (Μάνη), Τσομπανλή (Ποιμενικόν), Σκουρκοχώρι (Κιζιλτζή-κιοϊ),
Παζαρλή (Παταγή), Κουλακλή (Αμπελάκια), Κουφόβουνο, Καρά-μπουνάρ (Βρυσικά), ’κ-μπουνάρ
(Ασπρονέρι), Ασβεστάδες (Κιρέτς-κιοϊ), Τσιαουσλή (Κυανή ), έχουν ακόμη τα προσωνυμίαν
με τα οποίαν εχαρακτήριζον αυτά και οι Τούρκοι «Καπεταναίοι». Τα χωριά ταύτα εις
ουδεμίαν επιμειξίαν συνήρχοντο με τα άλλα χωριά της περιφερείας. Έμειναν εις αυτούς
ως παράδοσις το αμιγές, χωρίς να γνωρίζουν τον λόγον και τα αίτια και απέδιδον
την μη σύναψιν συνοικεσίων με άλλα χωριά εις την ανομοιότητα των ενδυμασίων. Η
ανομοιότης αύτη προήρχετο εκ του γεγονότος ότι είχον διαφοράς προελεύσεως. Τα
χωριά Βουλγάρκιοϊ (Ελληνοχώρι), Παλιούριον (Τσαλή-κιοϊ), Τοκμάκ (Μεταξάδες), Ιβλε-δίν
(Λάδη), Καρλή (Χιονάδες), Δουγαντζή (Δοξαπάρα), Καμπαΐκ (Χανδράς), έχουν ομοίαν
στολήν οι άνδρες και χωριστά αι γυναίκες εν συγκρίσει προς άλλα χωριά με τα οποία
δεν έρχονται εις επιγαμίαν, ούτε με τα 11 ανωτέρω χωριά. Έχουν ούτοι την προέλευσιν
των εξ Ηπείρου. Τα χωριά Καπουτζή (Θυρέα), Κούλελη-Βουργάζ (Πύθιον), Πετράδες
(Ταστσή-αρναούτ-κιοϊ) και Πραγγίον έχουν τα αυτά ήθη και έθιμα, την αυτήν ενδυμασίαν
και προέρχονται εκ Βορείου Ηπείρου. Τούτο άλλωστε καταφαίνεται και εκ της τουρκικής
προσωνυμίας των Αρναούτ-κιοϊ - Ταστσή-Αρναούτ-κιοϊ= Πετράδων Αρβανιτοχώρι, ώς
και το πέραν του Έβρου χωρίον
Χασιρτζή-Αρναούτ-κιοϊ=Ψαθάδων Αρβανιτοχώρι, χωρίς εννοείται, ταύτα
να ομιλούν Αλβανικήν αλλά καθαρώς Ελληνικήν. Τα πέραν του Έβρου χωριά ήσαν ακραιφνώς
Ελληνικά, λέγουσι δε ότι προέρχονται εκ Κρήτης. Ίσως τούτο να εξάγεται εκ της
καταλήξεως των επωνύμων των χωρικών, άτινα ανεξαιρέτως λήγουν εις ακης -Τερζάκης,
Πιπιλικάκης, Τουτζαράκης, Χατζάκης κ.τ.λ. Τα χωριά Καρα-βεϊλή (Αμόριον), Σαλτίκι
(Λάβαρα), Μάνδρα, είναι της αυτής καταγωγής με την προέλευσιν των Σουφλιωτών
'
διότι ήθη, έθιμα, τρόποι εκφράσεως, φωνήν, ενδυμασίαν κ.τ.λ. έχουν τα αυτά. Πότε
και πώς μετηνάστευσαν και επωκίσθηκαν εδώ τούτο θα αποτελέση θέμα ιδιαιτέρας ερεύνης.
Επειδή ανεφέρθη
το χωρίον Ελληνοχώριον (Βουλγάρκιοϊ), ολίγον έξω του Διδυμοτείχου ευρισκόμενον,
θα ειπώ ολίγα τινα περί αυτού. ...ούτε ίχνος Βολγαρικόν υπάρχει εν τω χωρίω τούτω...
Και η σημερινή ονομασία αυτού «Ελληνοχώρι»,
νομίζομεν δεν είναι επιτυχής διότι αν το χωρίον τούτο κατοικήται από Έλληνας
τότε οι κάτοικοι των άλλων χωρίων τι να είναι άραγε; Προσφυέστατα ηδύνατο να ονομασθή
Γεωργιανά κατά πιστήν μετάφρασιν του Πλουγκάρλη-κιοϊ (απ το εκ παραφθοράς Βουλγάρκιοϊ).
Τα πέραν του Έβρου χωριά Κωστί, Λιλή, Κουρτές, Ζαλούφι (Ζαλουφάκι), Τσαλή, Τσιφλικάκι,
κ.τ.λ. ευγλωττότερα ομιλούν τα περισσότερα περί της Ελληνικότητος των και τούτο
ενισχύεται και εκ της καταλήξεως, ως είπομεν εις άκης των ονομάτων και επωνύμων
των.
Η ενδυμασία των χωριών τούτων ήτο και είναι ακόμη σε μη μοντερνίζοντας
άνδρας και γυναίκας
γυναίκας
γραφικωτάτη. Η περισκελίς των είχε χρώμα κυανούν με υποκάμισον λευκόν απεικονίζον
πλήρως την Ελληνικήν Σημαίαν. Κάλυμμα της κεφαλής των είχον το σαρίκι (είδος κασκόλ
υφασμένον υπό της οικοδεσποίνης), το οποίον έδενον επί της κεφαλής ιδιορρύθμως,
με χρώμα βαθύ κυανούν και λευκά στίγματα εις το άκρον, εκ του τρόπου δε του τυλίγματος
και της μιάς άκρης αυτού αφημένης επί της ράχεως υπεδηλούτο ο ραγιαδισμός και
το άκρον η ελπίς απολυτρώσεως. Πολλάκις εις ένδειξιν οικογενειακού η εθνικού πένθους
εδένετο με υποσιάγωνον. Τον χειμώνα έφερον επανωφόρι υφασμένον οίκοι και ιδιορρύθμος
εραμμένον άνευ μανικίων με πόρπην αυτοσχέδιον κάτω της σιαγώνος. Το ύφασμα ήτο
και είναι χονδρόν ανάμεικτον μάλλινον και βαμβακερόν μη επιτρέπον διαπερασιν της
βροχής και του ψύχους. Το ένδυμα τούτο ενθυμίζει τας αρχαίας ζειράς τας οποίας
εφόρουν οι αρχαίοι Θράκες.
Διά την γυναικείαν δε ενδυμασίαν, την οποίαν πολλοί μοντερνίζοντες κατεπολέμησαν
ως λάτρεις του ευρωπαϊκού πολιτισμού, τι να ειπώμεν; Ο σάκκος (καυτάνι η τσουκμάνι)
είναι ένδυμα Βυζαντινόν των Αυτοκρατόρων και μέχρι του τελευταίου αξιωματούχου.
Η εσωτερική εσθής ποδήρης με αρκετά κομψοτεχνήματα κεντημένα με χρωματιστήν κλωστην
και πολύχρωμα ψηφιδωτά ήσαν γραφικώταται και παρείχετο εις τας γυναίκας ευκαιρία
κατά την ύφανσιν ή κέντημα αυτών να ασκήσουν και οξύνουν πνεύμα και σώμα. Αύται
καλούνται «σκαλένια» και τώρα ακόμη είναι πολυτιμώταται. Η ενδυμασία των γυναικών,
ήτις συνεπληρούτο με μανδήλαν επί της κεφαλής μαλλίνης, εν είδει κεκρυφάλου και
με πλεξίδα τοποθετημένην εντός θύλακος, όστις έξωθεν ήτο κεντημένος διά νομισμάτων
αργυρών, απέβαινεν οικονομικώς ανακούφιστική των ανδρών διότι η στερεότης και
η αντοχή της ήτο πολυχρόνιος. Προς συμπλήρωσιν της αμφιέσεως ταύτης έφερον επί
της οσφύος ζώνην αργυράν αποτελουμένην εκ σπονδύλων αργυρών διαπερασμένων εις
ζώνην εξ υφάσματος και καταλήγουσαν εις πόρπην με πολύτιμα ή μη πετράδια εις σχήμα
δικεφάλου αετού περιστάνουσαν το έμβλημα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Τα πολύχρωμα
άνθη, άτινα εφιλοτεχνούντο με σύρματα και νήματα μάλλινα πολύχρωμα και τα ο-ποία
εστόλιζον τας κεφαλάς των γυναικών (τα σουρκούτσια λεγόμενα) προσέδιδον όψιν,
εν τω συνόλω των γυναικών, ανθοκήπου. Η υπόδησίς των συνίστατο από ερυθρά υποδήματα
ευρύχωρα φορούμενα εις αμφοτέρους τους πόδας δηλ. δεν υπήρχε αριστερόν και δεξιόν
και ωνομάζοντο ταύτα κατίργια ήτοι εκ παραφθοράς της λέξεως κόθορνοι= κότορνοι=κατίργια,
πανάρχαια υποδήματα με τα οποία παρωμοίαζον και τους αστάτους χαρακτήρας ανθρώπων,
τους επαμφοτερίζοντας δηλονότι. Ταύτα εφόρουν με πέδιλα (μέστια) χρώματος κιτρίνου
εκ δέρματος προβάτου, ολιγον κάτωθι του γόνατος φθάνοντα και άτινα αφορούντο υπό
των Βυζαντινών. Μέχρι της καθόδου των Ρώσσων ουδεμία αίρεσις υπήρχεν εν Διδυμοτείχω
και τη περιφερεία. Ουδέν χωρίον απεσκίρτησεν του Πατριαρχείου. Ουδείς εξωμότης
παρετηρήθη αποσχιζόμενος της Ορθοδοξίας και προσκολλώμενος εις την εξαρχίαν ή
εις αίρεσιν τίνα. Πάσαι αι διαφοραί όλων των κατοίκων επελύοντο εις τα θρησκευτικά
δικαστήρια της Μητροπόλεως Διδυμοτείχου. Αι λέξεις σχίσμα και εξαρχία ήσαν άγνωστοι
τελείως. (Δ. Μανάκας «ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΑΙΔΙΑΣ ΔΙΔΥΜΟΤΕΙΧΟΥ
ΚΑΙ ΠΕΡΙΧΏΡΩΝ» 1778-1953, Θρακικά τομ. 31 1959, σελ. 39-42).
Κατά τον 19ο αιώνα.
Δεν είναι γνωστό αν
στις εκτεταμένες σφαγές αμέσως μετά την εκδήλωση της επανάστασης του 1821, συμπεριελήφθησαν
και οι Ψαθάδες. Φαίνεται όμως πολύ πιθανό οι κάτοικοι των Ψαθάδων, ίσως και του
Καρα-Μπεϊλί (Αμορίου) κ.ά. να συμμετείχαν στο ξεσήκωμα και τη νικηφόρα μάχη των
κατοίκων του χωρίου Σαλτίκιοϊ (Λάβαρων) εναντίον των τούρκων, μιας και είναι γειτονικά
χωριά.
Εκείνο όμως που υποθέτω
πως βγαίνει ως βέβαιο συμπέρασμα, είναι ότι, η νεότερη
εκκλησία των Ψαθάδων (’γίος Παντελεήμων) πρέπει να κτίσθηκε μεταξύ του 1834-1847.
Αυτό το συμπέρασμα εξάγεται από το ότι: α) μετά την συνθήκη ειρήνης της Αδριανούπολης
(14 Σεπτεμβρίου 1829) που σφράγισε το τέλος του ρωσοτουρκικού πόλεμου (1828-1929),
η οποία αναγνώριζε την θρησκευτική ελευθερία του χριστιανικού πληθυσμού, υπήρχε
εκτεταμένη ναοδομική δραστηριότητα σε όλη την επαρχία από το 1834 και μετά. Εκεί
όπου οι συνθήκες και τα μέσα των κοινοτήτων το επιτρέπουν οι ταπεινές παλιές εκκλησιές
αντικαθίστανται με νέες, μεγάλες, μνημειακές κατασκευές. Η συνήθης μορφή των νέων
αυτών ναών αποτελεί εξέλιξη της ξυλόστεγης τρίκλιτης βασιλικής. Η πιθανότητα να
προϋπήρχε η εκκλησία του Αγίου Παντελεήμονος Ψαθάδων πριν το 1834, δεν φαίνεται
να έχει κάποια βάση στίρηξης, γιατί σύμφωνα με αυτόπτες προφορικές μαρτυρίες τον
γερόντων "είχαμε καινούρια! καλή! μεγάλη εκκλησιά!", και αυτό συμφωνεί απόλυτα
με τα παραπάνω'
β) Από τις εικόνες του ναού -οι οποίες σήμερα κοσμούν το τέμπλο του ανιστορημένου
ναού του Αγίου Παντελεήμονος στους Νέους Ψαθάδες γνωρίζουμε ότι ο ναός αγιογραφήθηκε
το 1846-7, οπότε πρέπει να κτίσθηκε τότε ή λίγο παλαιότερα, εκτός, και εάν οι
εικόνες είναι από την παλαιά εκκλησιά των Ψαθάδων (της Αγ. Παρασκευής), οπότε
υπάρχει κάποια βάσιμη πιθανότητα ο ναός του Αγ. Παντελεήμονος να κτίσθηκε μετά
το 1847.
Ιδιαίτερα σκληραίνει η στάση της τουρκικής εξουσίας απέναντι στους έλληνες μετά
τα μέσα του 19ου αιώνα και την επιδείνωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Από το
1848 και μετά αποτελούν συχνά φαινόμενα σε ολόκληρη την επαρχία Διδυμοτείχου οι
ληστρικές επιδρομές, οι βιαιοπραγίες από πλευράς μετακινούμενων στρατιωτικών σωμάτων,
ακρότητες οι οποίες συνοδεύονται από την αβάσταχτη φορολογία. Η άσχημη κατάσταση
κορυφώνεται το 1853-1856 με τον Κριμαϊκό πόλεμο.
(Αθ. Γουρδη, ΤΟ ΙΣΤΟΡ.ΔΙΔ/ΧΟ, Μάιος 1999,
σελ.64).
Οι κάτοικοι όλης της
επαρχίας Διδυμοτείχου συνεχώς βρίσκονταν στο «μάτι του κυκλώνα» μετά από τα απανωτά
γεγονότα που συνέβησαν, μετά τα μέσα του 19ου αιώνα, όπως: τα γεγονότα της Κρήτης
(1868), του ρωσοτουρκικού πολέμου (1877-1879), της δημιουργίας της Βουλγαρικής
εξαρχίας (1875) και τις λεηλασίες των κομιτατζήδων με την ανοχή του Τουρκικού
κράτους, της αυτονομίας της Ανατολικής Ρωμυλίας (1877) και της αντισυνταγματικής
προσάρτησής της από την Βουλγαρία (1885), και τέλος του ελληνοτουρκικού πολέμου
(1897). (Α. Γουρδη, ΤΟ ΙΣΤΟΡ. ΔΙΔ/ΧΟ,
Μάιος
1999, σελ.64.
Παιδεία Μόρφωση
Τα βάρη της λειτουργίας
και συντήρησης των σχολείων του Διδυμοτείχου έφερε η Μητρόπολη με τη συνδρομή
των τριών ναών της πόλης.
Στην σελίδα 411 του
Κώδικα της Μητροπόλεως Διδυμοτείχου 1880-1892 είναι καταχωρημένα ότι ο εκ Σμύρνης
Μητροπολίτης Διδυμοτείχου Μεθόδιος Αρώνης ανήγειρε εκ του μηδενός και
εν μέσω απεριγράπτου απαιδευσίας τα εξής Διδακτήρια και ισάριθμα Σχολεία,
όπου δεν υπήρχαν ποτέ εις τα χωριά ταύτα:
1) Νέο διδακτήριο στην αυλή της Παναγίας κατόπιν πυρπολήσεως του προϋπάρχοντος
επί Βησσαρίωνος, 2) το διδακτήριων Τοκμάκ (Μεταξάδων) το 1880, 3) τα σχολεία και
διδακτήρια του Ιμπλεδίν (Λάδης) 1880, 4) Καρλή (Χιονάδων) 1880, 5) Κιουπλή (Σουφλίου)
1881, 6) Ασβεστάδων 1883 7) Ασλαάν (Τουρκόφωνον) 1884, 8) Μ. Σουγανλή 1884, 9)
Πετράδων 1884, 10) Σαλτίκ (Λαβάρων) 1887, 11) Σκουρτοχωρίου 1888, 12) Παληουρίου
1889. (Δ. Μανάκας «ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΑΙΔΙΑΣ ΔΙΔΥΜΟΤΕΙΧΟΥ
ΚΑΙ ΠΕΡΙΧΏΡΩΝ» 1778-1953, Θρακικά τομ. 31 1959, σελ. 124-125).
Απ τον παραπάνω πίνακα
προκύπτει,
ότι δεν ιδρύθηκε σχολείο ή διδακτήριο στους Ψαθάδες την χρονική περίοδο 1880-1892.
Επομένως στους Ψαθάδες, ιδρύθηκε
σχολείο ή διδακτήριο ή και τα δύο μαζί πριν το 1880 ή το πιθανότερο μετά το 1892.
Στην
υποδιοίκηση
Ουζούν-Κιοπρού
λειτουργούσαν (κατά
τό 1906)
13 γρα΅΅ατοδιδασκαλεία
΅ε αντίστοιχους γρα΅΅ατοδιδασκάλους και 491 ΅αθητές στα χωριά:
Εσκίκιοϊ,
Ζαλιφάκι, Κούρτι, Τσαλί, Λουλί, Κουστί, Καρά΅τζα, Τσιφλίκιοϊ, Καράϊλε, Γιαούπ,
Πασά-Ιντζεσί,
Καβακλί καί Ψαθάδες ΅ε σύνολο
Ελλήνων κατοίκων 7.190. Το χωριό Βουλγάρ-γενίκιοϊ,
που είχε αποσκιρτήσει
από τριακονταετίας, συντηρούσε ιερέα και γρα΅΅ατοδιδάσκαλο ΅ε χορηγία της
Εξαρχίας.
(Α.Υ.Ε.,1907,φάκ.85/ΙΘ,4-6-1907:
'Εκθεσις
Σάρρου προς πρόξενον Τσορ΅πατζόγλου.)
|
|